ἀκατάληκτος: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατάληκτος''': -ον, [[ἀδιάλειπτος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτόθι]] 2. 23, 46 ([[ἔνθα]] ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ [[ἀκατάληκτος]] λέγεται ὁ [[στίχος]] ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον [[πόδα]] ὁλόκληρον, Ἡφαιστ. | |lstext='''ἀκατάληκτος''': -ον, [[ἀδιάλειπτος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτόθι]] 2. 23, 46 ([[ἔνθα]] ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ [[ἀκατάληκτος]] λέγεται ὁ [[στίχος]] ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον [[πόδα]] ὁλόκληρον, Ἡφαιστ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne cesse pas;<br /><b>2</b> <i>t. de pros.</i> dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καταλήγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A incessant, γένεσις Ocell.4.2, cf. Arr.Epict.1.17.3, Procl.in Prm.p.873 S., etc. Adv. -τως Agathin. ap. Orib. 10.7.26. II acatalectic, in prosody, Heph.4, Aristid. Quint.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάληκτος: -ον, ἀδιάλειπτος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 2. 23, 46 (ἔνθα ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ ἀκατάληκτος λέγεται ὁ στίχος ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne cesse pas;
2 t. de pros. dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.
Étymologie: ἀ, καταλήγω.