ἀηδής: Difference between revisions
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀηδής''': -ές, ([[ἦδος]]) [[δυσάρεστος]] εἰς τὴν γεῦσιν, [[ἄνοστος]], [[ναυτιώδης]], ἐπὶ τροφῆς, φαρμάκων, κτλ. Ἱππ. Ἀφ. 1246, Πλάτ. Νόμ. 660Α. 2) [[καθόλου]]: περὶ παντὸς δυσαρέστου πράγματος, ὡς, οὐδὲν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι, Ἡρόδ. 7. 101, Πλάτ. Νόμ. 893Α, καὶ ἀλλ. ― Παρὰ Πλάτωνι [[συχνάκις]] ἐπὶ διηγήσεως, ἀηδές, ἢ οὐκ ἀηδές ἐστι, Ἀπολ. 33C. 41Β. Φαίδων 84D: ― συγκρ. ἀηδέστερος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω: ― ὑπερθετ. ἀηδέστατος, Πλάτ. Νόμ. 663C. Φαῖδρ. 40Β. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, [[δυσάρεστος]], [[ἐπαχθής]], οὐκ [[ἀνεκτός]]· ἀπογηράσκων ἀ. γίγνεται, Ἄλεξ. Ἄδηλ. 15· πρβλ. Δημ. 1147. 12. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7. 13, καὶ ἀλλ. τινί, εἴς τινα, διά τινα, Πλάτ. Φαίδων 91Β. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -δῶς, δυσαρέστως· ζῆν, ὁ αὐτ. Πρωτ. 351Β· πρβλ. Φαίδωνα 88C. καὶ ἀλλ. ἀηδῶς ἔχειν τινί, διατελῶ ἐν δυσαρέστῳ σχέσει [[πρός]] τινα, Δημ. 500. 15· [[οὕτως]]: ἀηδῶς διακεῖσθαι, ἀηδῶς διατεθῆναι, [[πρός]] τινα, Λυσ. 145, 36. Ἰσοκρ. 237Α. 2) δυσαρέστως, ἀκουσίως, οὐκ ἀ., Πλάτ. Πρωτ. 335C, καὶ ἀλλ. | |lstext='''ἀηδής''': -ές, ([[ἦδος]]) [[δυσάρεστος]] εἰς τὴν γεῦσιν, [[ἄνοστος]], [[ναυτιώδης]], ἐπὶ τροφῆς, φαρμάκων, κτλ. Ἱππ. Ἀφ. 1246, Πλάτ. Νόμ. 660Α. 2) [[καθόλου]]: περὶ παντὸς δυσαρέστου πράγματος, ὡς, οὐδὲν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι, Ἡρόδ. 7. 101, Πλάτ. Νόμ. 893Α, καὶ ἀλλ. ― Παρὰ Πλάτωνι [[συχνάκις]] ἐπὶ διηγήσεως, ἀηδές, ἢ οὐκ ἀηδές ἐστι, Ἀπολ. 33C. 41Β. Φαίδων 84D: ― συγκρ. ἀηδέστερος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω: ― ὑπερθετ. ἀηδέστατος, Πλάτ. Νόμ. 663C. Φαῖδρ. 40Β. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, [[δυσάρεστος]], [[ἐπαχθής]], οὐκ [[ἀνεκτός]]· ἀπογηράσκων ἀ. γίγνεται, Ἄλεξ. Ἄδηλ. 15· πρβλ. Δημ. 1147. 12. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7. 13, καὶ ἀλλ. τινί, εἴς τινα, διά τινα, Πλάτ. Φαίδων 91Β. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -δῶς, δυσαρέστως· ζῆν, ὁ αὐτ. Πρωτ. 351Β· πρβλ. Φαίδωνα 88C. καὶ ἀλλ. ἀηδῶς ἔχειν τινί, διατελῶ ἐν δυσαρέστῳ σχέσει [[πρός]] τινα, Δημ. 500. 15· [[οὕτως]]: ἀηδῶς διακεῖσθαι, ἀηδῶς διατεθῆναι, [[πρός]] τινα, Λυσ. 145, 36. Ἰσοκρ. 237Α. 2) δυσαρέστως, ἀκουσίως, οὐκ ἀ., Πλάτ. Πρωτ. 335C, καὶ ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />désagréable, odieux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἡδύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (ἦδος)
A distasteful, nauseous, of food, drugs, etc., Hp.VM10 (Comp.), Acut.23,Pl.Lg.660a, etc. 2 generally, unpleasant, οὐδέν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι Hdt.7.101, cf. Pl.Lg.893a, al.: freq.in Pl.of narration, ἀηδές or οὐκ ἀηδές ἐστι, Ap.33c, 41b, Phd.84d: Comp., Hdt. l.c.: Sup. -έστατος Pl.Lg.663c, Phdr.240b. II of persons, disagreeable, odious, ἀπογηράσκων ἀ. γίγνεται Alex.278, cf. D.47.28, Arist. EN1108a30, Thphr.Char.20.1; τινί to one, Pl.Phd.91b, Phld.Ir. p.51 W. III Adv.-δῶς unpleasantly, ζῆν Pl.Prt.351b; ἀ. ἔχειν τινί to be on bad terms with one, D.20.142, cf. 37.11; ἀ. διακεῖσθαι, διατεθῆναι, πρός τινα, Lys.16.2, Isoc.12.19. 2 without pleasure to oneself, unwillingly, πίνειν, ἀκούειν, X.Cyr.1.2.11, Isoc.12.62; οὐκ ἀ. Pl Prt.335c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδής: -ές, (ἦδος) δυσάρεστος εἰς τὴν γεῦσιν, ἄνοστος, ναυτιώδης, ἐπὶ τροφῆς, φαρμάκων, κτλ. Ἱππ. Ἀφ. 1246, Πλάτ. Νόμ. 660Α. 2) καθόλου: περὶ παντὸς δυσαρέστου πράγματος, ὡς, οὐδὲν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι, Ἡρόδ. 7. 101, Πλάτ. Νόμ. 893Α, καὶ ἀλλ. ― Παρὰ Πλάτωνι συχνάκις ἐπὶ διηγήσεως, ἀηδές, ἢ οὐκ ἀηδές ἐστι, Ἀπολ. 33C. 41Β. Φαίδων 84D: ― συγκρ. ἀηδέστερος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω: ― ὑπερθετ. ἀηδέστατος, Πλάτ. Νόμ. 663C. Φαῖδρ. 40Β. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, δυσάρεστος, ἐπαχθής, οὐκ ἀνεκτός· ἀπογηράσκων ἀ. γίγνεται, Ἄλεξ. Ἄδηλ. 15· πρβλ. Δημ. 1147. 12. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7. 13, καὶ ἀλλ. τινί, εἴς τινα, διά τινα, Πλάτ. Φαίδων 91Β. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -δῶς, δυσαρέστως· ζῆν, ὁ αὐτ. Πρωτ. 351Β· πρβλ. Φαίδωνα 88C. καὶ ἀλλ. ἀηδῶς ἔχειν τινί, διατελῶ ἐν δυσαρέστῳ σχέσει πρός τινα, Δημ. 500. 15· οὕτως: ἀηδῶς διακεῖσθαι, ἀηδῶς διατεθῆναι, πρός τινα, Λυσ. 145, 36. Ἰσοκρ. 237Α. 2) δυσαρέστως, ἀκουσίως, οὐκ ἀ., Πλάτ. Πρωτ. 335C, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
désagréable, odieux.
Étymologie: ἀ, ἡδύς.