τειχεσιπλήτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τειχεσιπλήτης''': -ου, ὁ, ([[πελάζω]]) ὁ τὰ τείχη πλήττων, προσβάλλων ἐξ ἐφόδου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως. Ἰλ. Ε. 31, 455 ([[ἔνθα]] -βλήτης [[εἶναι]] πλημμ. γραφή)· ― ὁ Νικήτ. ἔχει [[κριὸς]] τειχεσιπλήκτης, ὁ πλήττων τὰ τείχη· πρβλ. [[δασπλῆτις]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τειχεσιπλῆτα· προσπελάζων τείχεσι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
|lstext='''τειχεσιπλήτης''': -ου, ὁ, ([[πελάζω]]) ὁ τὰ τείχη πλήττων, προσβάλλων ἐξ ἐφόδου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως. Ἰλ. Ε. 31, 455 ([[ἔνθα]] -βλήτης [[εἶναι]] πλημμ. γραφή)· ― ὁ Νικήτ. ἔχει [[κριὸς]] τειχεσιπλήκτης, ὁ πλήττων τὰ τείχη· πρβλ. [[δασπλῆτις]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τειχεσιπλῆτα· προσπελάζων τείχεσι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. voc.</i> τειχεσιπλῆτα;<br />qui s’approche des murailles pour les saper, destructeur de remparts (Arès).<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[πελάω]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχεσιπλήτης Medium diacritics: τειχεσιπλήτης Low diacritics: τειχεσιπλήτης Capitals: ΤΕΙΧΕΣΙΠΛΗΤΗΣ
Transliteration A: teichesiplḗtēs Transliteration B: teichesiplētēs Transliteration C: teichesiplitis Beta Code: teixesiplh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (πελάζω) only in voc. -πλῆτα,

   A approacher of walls, i.e. stormer of cities, epith. of Ares, Il.5.31,455 (where -βλῆτα was read by Zenod. etc.): cf. δασπλῆτις.

German (Pape)

[Seite 1080] ὁ, der sich als Feind den Mauern nähert, gegen sie anstürmt, Ares, im voc. τειχεσιπλῆτα, Il. 5, 31. 455.

Greek (Liddell-Scott)

τειχεσιπλήτης: -ου, ὁ, (πελάζω) ὁ τὰ τείχη πλήττων, προσβάλλων ἐξ ἐφόδου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως. Ἰλ. Ε. 31, 455 (ἔνθα -βλήτης εἶναι πλημμ. γραφή)· ― ὁ Νικήτ. ἔχει κριὸς τειχεσιπλήκτης, ὁ πλήττων τὰ τείχη· πρβλ. δασπλῆτις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τειχεσιπλῆτα· προσπελάζων τείχεσι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

French (Bailly abrégé)

seul. voc. τειχεσιπλῆτα;
qui s’approche des murailles pour les saper, destructeur de remparts (Arès).
Étymologie: τεῖχος, πελάω.