κυκλοφορητικός: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκλοφορητικός''': -ή, -όν, κινούμενος ἐν κύκλῳ, [[κυκλικός]], [[κίνησις]] Πλούτ. 2. 1004G· [[οὐσία]] Φίλων 1. 514. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. | |lstext='''κυκλοφορητικός''': -ή, -όν, κινούμενος ἐν κύκλῳ, [[κυκλικός]], [[κίνησις]] Πλούτ. 2. 1004G· [[οὐσία]] Φίλων 1. 514. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui se meut circulairement.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλοφορέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A moving in a circle, circular, οὐσία Ph.1.514; τρόπος Dam.Pr.23; σῶμα Thphr.Fr.35, Iamb.Myst.5.4. Adv. -κῶς S.E.M.10.58.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοφορητικός: -ή, -όν, κινούμενος ἐν κύκλῳ, κυκλικός, κίνησις Πλούτ. 2. 1004G· οὐσία Φίλων 1. 514. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se meut circulairement.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.