ἰδέ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδέ''': Ἐπικ. σύνδεσμ. = ἠδέ, καί, Ὅμ., Ἡσίοδ.˙ [[ἅπαξ]] δὲ καὶ παρὰ Σοφ. (Ἀντ. 969) ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. υυ˙ ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον (οὐχὶ [[πάντοτε]], ἴδε ἐν Ἰλ. Ξ. 175, Τ. 285) ποιεῖ τὴν λήγουσαν θέσει μακρὰν καὶ ἐν τῇ τομῇ. - Ἡ [[λέξις]] φαίνεται ὅτι εἶχε τὸ [[δίγαμμα]], ϝιδέ: [[ἐντεῦθεν]] τὰ Ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ ἰδὲ καὶ ἠδὲ [[μετὰ]] βραχέα φωνήεντα, ὡς, κνῆμαί τε ἰδέ... ἢ κνῆμαί τε ἠδέ.., ᾤχοντο ἠδέ... (Ἰλ. Δ. 147, 382), κτλ..
|lstext='''ἰδέ''': Ἐπικ. σύνδεσμ. = ἠδέ, καί, Ὅμ., Ἡσίοδ.˙ [[ἅπαξ]] δὲ καὶ παρὰ Σοφ. (Ἀντ. 969) ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. υυ˙ ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον (οὐχὶ [[πάντοτε]], ἴδε ἐν Ἰλ. Ξ. 175, Τ. 285) ποιεῖ τὴν λήγουσαν θέσει μακρὰν καὶ ἐν τῇ τομῇ. - Ἡ [[λέξις]] φαίνεται ὅτι εἶχε τὸ [[δίγαμμα]], ϝιδέ: [[ἐντεῦθεν]] τὰ Ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ ἰδὲ καὶ ἠδὲ [[μετὰ]] βραχέα φωνήεντα, ὡς, κνῆμαί τε ἰδέ... ἢ κνῆμαί τε ἠδέ.., ᾤχοντο ἠδέ... (Ἰλ. Δ. 147, 382), κτλ..
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>conj.</i><br />et.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἠδέ]].<br /><span class="bld">2</span><i>ou</i> [[ἴδε]];<br /><i>2ᵉ sg. impér. ao.2 de</i> [[ὁράω]], v. *εἴδω.
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδέ Medium diacritics: ἰδέ Low diacritics: ιδέ Capitals: ΙΔΕ
Transliteration A: idé Transliteration B: ide Transliteration C: ide Beta Code: i)de/

English (LSJ)

[ῐ], Ep. Conj.,= ἠδέ,

   A and, Il.4.147, al., Emp.20.7, etc., prob. l. in S.Ant.969 (lyr.).    II Cypr., then, in that case, Inscr.Cypr.135.12 H. (Prob. fr. the demonstrative stem i- (cf. Lat. is) and δέ.)

German (Pape)

[Seite 1235] ion. u. ep. = ἠδέ, und, Hom., bei dem die letzte Sylbe, wenn sie nicht elidirt wird, gewöhnl. durch die Vershebung lang wird. Auch Soph. Ant. 956 ch., als einziges Beispiel der Tragg.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδέ: Ἐπικ. σύνδεσμ. = ἠδέ, καί, Ὅμ., Ἡσίοδ.˙ ἅπαξ δὲ καὶ παρὰ Σοφ. (Ἀντ. 969) ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. υυ˙ ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον (οὐχὶ πάντοτε, ἴδε ἐν Ἰλ. Ξ. 175, Τ. 285) ποιεῖ τὴν λήγουσαν θέσει μακρὰν καὶ ἐν τῇ τομῇ. - Ἡ λέξις φαίνεται ὅτι εἶχε τὸ δίγαμμα, ϝιδέ: ἐντεῦθεν τὰ Ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ ἰδὲ καὶ ἠδὲ μετὰ βραχέα φωνήεντα, ὡς, κνῆμαί τε ἰδέ... ἢ κνῆμαί τε ἠδέ.., ᾤχοντο ἠδέ... (Ἰλ. Δ. 147, 382), κτλ..

French (Bailly abrégé)

1conj.
et.
Étymologie: cf. ἠδέ.
2ou ἴδε;
2ᵉ sg. impér. ao.2 de ὁράω, v. *εἴδω.