ὁδοιπορία: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁδοιπορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ὁδοιπορία]], «ταξεῖδι», [[δρόμος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85, Ἱππ. Ἀγμ. 762· ὁδ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10, κτλ.· σημαίνειν [[μέτρον]] ὁδοιπορίας Συλλ. Ἐπιγρ. 525· - ἰδίως [[ὁδοιπορία]], «ταξῖδι» διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης ([[πλοῦς]]), Ἡρόδ. 8. 118, ἐν τῷ πληθ.
|lstext='''ὁδοιπορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ὁδοιπορία]], «ταξεῖδι», [[δρόμος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85, Ἱππ. Ἀγμ. 762· ὁδ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10, κτλ.· σημαίνειν [[μέτρον]] ὁδοιπορίας Συλλ. Ἐπιγρ. 525· - ἰδίως [[ὁδοιπορία]], «ταξῖδι» διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης ([[πλοῦς]]), Ἡρόδ. 8. 118, ἐν τῷ πληθ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />marche, voyage ; <i>particul.</i> voyage par terre.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδοιπόρος]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοιπορία Medium diacritics: ὁδοιπορία Low diacritics: οδοιπορία Capitals: ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ
Transliteration A: hodoiporía Transliteration B: hodoiporia Transliteration C: odoiporia Beta Code: o(doipori/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A walking, h.Merc.85, Hp.Fract. 15 (pl.), Hdt.2.29,8.118 ; ὁδοιπορίαις καὶ δρόμοις γυμνάζειν X.Cyr.1.2.10 ; τὸ ἄδηλον τῆς ὁ. the uncertainty of the journey by road, POxy.118v.6 (iii A. D.); power of walking, Nonn.D.25.552 ; journey, σημαίνειν μέτρον ὁδοιπορίας IG22.2640.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, die Wanderung, Reise; ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι, Her. 2, 29; plur., 8, 118; Xen. Cyr. 1, 2, 10 Oec. 20, 18; oft bei Sp., wie Hdn., Antiphil. 5 (VI, 199).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοιπορία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁδοιπορία, «ταξεῖδι», δρόμος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85, Ἱππ. Ἀγμ. 762· ὁδ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10, κτλ.· σημαίνειν μέτρον ὁδοιπορίας Συλλ. Ἐπιγρ. 525· - ἰδίως ὁδοιπορία, «ταξῖδι» διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης (πλοῦς), Ἡρόδ. 8. 118, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
marche, voyage ; particul. voyage par terre.
Étymologie: ὁδοιπόρος.