ἀποφράς: Difference between revisions

From LSJ
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφράς''': -άδος, ἡ, ([[φράζω]]) δυσοίωνος, κακή, Λατ. infanduw, nefandus, ἀποφράδες ἡμέραι, Λατ. dies nefasti, «[[ὅταν]] [[μήτε]] αἱ ἀρχαὶ χρηματίζωσι, [[μήτε]] εἰσαγώγιμοι αἱ δίκαι ὦσι. [[μήτε]] τὰ ἱερὰ ἱερουργῆται, μηθ’ [[ὅλως]] τι τῶν αἰσίων τελῆται» Λουκ. Ψευδ. 12 (;)· καθαραὶ ἡμέραι Πλάτ. Νόμ. 800D· Λυσίας Ἀποσπ. 31, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρβλ. Att. Process σ. 152, Λοβ. Ἀγλαοφ. σ. 431: - ἀποφράδες πύλαι, αἱ πύλαι ἐν Ρώμῃ, δι’ ὧν ἀπήγοντο εἰς θάνατον οἱ κατάδικοι, Πλουτ. 2. 518 Β. ΙΙ. σπανίως ὡς ἀρσ. ἐπίθ., [[ἀσεβής]], [[μοχθηρός]], [[ἄνθρωπος]] Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22· [[βίος]] Λουκ. Ψευδολ. 32· ἀπ. ἐνιαυτοὶ Συνέσ. 150 C.
|lstext='''ἀποφράς''': -άδος, ἡ, ([[φράζω]]) δυσοίωνος, κακή, Λατ. infanduw, nefandus, ἀποφράδες ἡμέραι, Λατ. dies nefasti, «[[ὅταν]] [[μήτε]] αἱ ἀρχαὶ χρηματίζωσι, [[μήτε]] εἰσαγώγιμοι αἱ δίκαι ὦσι. [[μήτε]] τὰ ἱερὰ ἱερουργῆται, μηθ’ [[ὅλως]] τι τῶν αἰσίων τελῆται» Λουκ. Ψευδ. 12 (;)· καθαραὶ ἡμέραι Πλάτ. Νόμ. 800D· Λυσίας Ἀποσπ. 31, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρβλ. Att. Process σ. 152, Λοβ. Ἀγλαοφ. σ. 431: - ἀποφράδες πύλαι, αἱ πύλαι ἐν Ρώμῃ, δι’ ὧν ἀπήγοντο εἰς θάνατον οἱ κατάδικοι, Πλουτ. 2. 518 Β. ΙΙ. σπανίως ὡς ἀρσ. ἐπίθ., [[ἀσεβής]], [[μοχθηρός]], [[ἄνθρωπος]] Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22· [[βίος]] Λουκ. Ψευδολ. 32· ἀπ. ἐνιαυτοὶ Συνέσ. 150 C.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />dont il ne faut pas parler (<i>cf. lat.</i> nefandus, infandus) ; maudit, néfaste ; ἀποφράδες πύλαι la porte maudite, par où les condamnés à mort étaient conduits au supplice.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[φράζω]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφράς Medium diacritics: ἀποφράς Low diacritics: αποφράς Capitals: ΑΠΟΦΡΑΣ
Transliteration A: apophrás Transliteration B: apophras Transliteration C: apofras Beta Code: a)pofra/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, ( φράζω)

   A not to be mentioned, unlucky; ἀ. ἡμέραι, opp. καθαραὶ ἡμ., Pl.Lg.800d, cf. Lys.Fr.43.2, Plu.Alc.34, Luc.Pseudol. 12; ἀ. πύλαι at Rome, = portae nefastae, Plu.2.518b.    II rarely as masc. Adj., impious, wicked, ἄνθρωπος Eup.309; βίος Luc.Pseudol.32.

German (Pape)

[Seite 335] άδος, ἡ, ἡμέρα, dies nefastus, ein unglücklicher Tag, an dem keine Volksversammlung und kein Gericht gehalten wurde, B. A. 5 καθ' ἃς ἀπηγόρευτό τι πράττειν, vgl. Luc. Pseudol.; Plut. Cam. 19; ἀποφράδες πύλαι, das Thor in Rom, durch welches die Verurtheilten abgeführt wurden, Plut. de curios. 6; Eupol. bei B. A. u. A. auch ἄνθρωπος, τὸν οἷον ἀπαίσιον καὶ ἔξεδρον καὶ ἐπάρατον; βίος Luc. Pseudol. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφράς: -άδος, ἡ, (φράζω) δυσοίωνος, κακή, Λατ. infanduw, nefandus, ἀποφράδες ἡμέραι, Λατ. dies nefasti, «ὅταν μήτε αἱ ἀρχαὶ χρηματίζωσι, μήτε εἰσαγώγιμοι αἱ δίκαι ὦσι. μήτε τὰ ἱερὰ ἱερουργῆται, μηθ’ ὅλως τι τῶν αἰσίων τελῆται» Λουκ. Ψευδ. 12 (;)· καθαραὶ ἡμέραι Πλάτ. Νόμ. 800D· Λυσίας Ἀποσπ. 31, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρβλ. Att. Process σ. 152, Λοβ. Ἀγλαοφ. σ. 431: - ἀποφράδες πύλαι, αἱ πύλαι ἐν Ρώμῃ, δι’ ὧν ἀπήγοντο εἰς θάνατον οἱ κατάδικοι, Πλουτ. 2. 518 Β. ΙΙ. σπανίως ὡς ἀρσ. ἐπίθ., ἀσεβής, μοχθηρός, ἄνθρωπος Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22· βίος Λουκ. Ψευδολ. 32· ἀπ. ἐνιαυτοὶ Συνέσ. 150 C.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
dont il ne faut pas parler (cf. lat. nefandus, infandus) ; maudit, néfaste ; ἀποφράδες πύλαι la porte maudite, par où les condamnés à mort étaient conduits au supplice.
Étymologie: ἀπό, φράζω.