καταμβλύνω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμβλύνω''': [[κάμνω]] τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη [[κέντρον]] Ἀνθ. Π. 5. 220˙ μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων [[κέαρ]] Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.). | |lstext='''καταμβλύνω''': [[κάμνω]] τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη [[κέντρον]] Ἀνθ. Π. 5. 220˙ μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων [[κέαρ]] Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. Pass.</i> κατημβλύνθην;<br />émousser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμβλύνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
A blunt, dull, κατημβλύνθη κέντρον AP5.219 (Agath.): metaph., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ S.OT688.
German (Pape)
[Seite 1363] abstumpfen; κατημβλύνθη κέντρον Agath. 15 (V, 220); übertr., κέαρ Soph. O. R. 688, Schol. ἐκλύω, ἄθυμον ποιῶ.
Greek (Liddell-Scott)
καταμβλύνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη κέντρον Ἀνθ. Π. 5. 220˙ μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.).