ἁλιεύω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλιεύω''': (ἅλς) ψαρεύω, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 3: εἶμαι [[ἁλιεύς]], Πλουτ. Ἀντων. 29. Λουκ., κτλ.· ἁλ. τὴν θάλασσαν = ἐρευνῶ αὐτὴν ζητῶν ἰχθῦς, Βασίλ.: - μεταφ. ἐπὶ τιμωρῶν· ἁλιεύειν τινά, καταδιώκειν, τιμωρεῖν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιϛ, 16). ΙΙ. παρ’ Ἀττ. μόνον τὸ [[μέσον]] ἀπαντᾷ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Εὐρώπῃ» 2· «ἁλιευομένη» [[εἶναι]] [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἀντιφ. πρβλ. Ἀθήν. 544C, Θωμ. Μ. 36.
|lstext='''ἁλιεύω''': (ἅλς) ψαρεύω, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 3: εἶμαι [[ἁλιεύς]], Πλουτ. Ἀντων. 29. Λουκ., κτλ.· ἁλ. τὴν θάλασσαν = ἐρευνῶ αὐτὴν ζητῶν ἰχθῦς, Βασίλ.: - μεταφ. ἐπὶ τιμωρῶν· ἁλιεύειν τινά, καταδιώκειν, τιμωρεῖν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιϛ, 16). ΙΙ. παρ’ Ἀττ. μόνον τὸ [[μέσον]] ἀπαντᾷ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Εὐρώπῃ» 2· «ἁλιευομένη» [[εἶναι]] [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἀντιφ. πρβλ. Ἀθήν. 544C, Θωμ. Μ. 36.
}}
{{bailly
|btext=pêcher, être pêcheur, faire le métier de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλιεύς]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιεύω Medium diacritics: ἁλιεύω Low diacritics: αλιεύω Capitals: ΑΛΙΕΥΩ
Transliteration A: halieúō Transliteration B: halieuō Transliteration C: alieyo Beta Code: a(lieu/w

English (LSJ)

(ἅλς)

   A fish, Ev.Jo.21.3; to be a fisher, Plu. Ant.29; fish for, catch, σπάρους dub. l. in Epich.54; λίθους Luc.Pisc. 47: abs., Luc.Herm.65, etc.: metaph. of avenger, ἁλιεύειν τινάς LXX Je.16.16.    II only Med. occurs in Att., Pl.Com.44; Ἁλιευομένη, title of play by Antiph.:—also later, Posidon.68.

German (Pape)

[Seite 96] fischen, Epicharm. bei Ath. VII, 319 f; Plut. Luc. Das med., welches Thom. Mag. allein billigt, Plat. com. bei Ath. VII, 328 f; cf. B. A. 383; D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιεύω: (ἅλς) ψαρεύω, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 3: εἶμαι ἁλιεύς, Πλουτ. Ἀντων. 29. Λουκ., κτλ.· ἁλ. τὴν θάλασσαν = ἐρευνῶ αὐτὴν ζητῶν ἰχθῦς, Βασίλ.: - μεταφ. ἐπὶ τιμωρῶν· ἁλιεύειν τινά, καταδιώκειν, τιμωρεῖν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιϛ, 16). ΙΙ. παρ’ Ἀττ. μόνον τὸ μέσον ἀπαντᾷ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Εὐρώπῃ» 2· «ἁλιευομένη» εἶναι ὄνομα δράματος τοῦ Ἀντιφ. πρβλ. Ἀθήν. 544C, Θωμ. Μ. 36.

French (Bailly abrégé)

pêcher, être pêcheur, faire le métier de pêcheur.
Étymologie: ἁλιεύς.