ἐκπεριπλέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπεριπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, [[περιπλέω]] [[ἔξωθεν]] [[ὥστε]] νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ πλαγίων ἢ κατὰ πρύμναν, Πολύβ. 1. 23, 9· ταῖς ναυσὶ Πλουτ. Αἰμιλ. 15· πρβλ. [[ἐμπεριπλέω]]: - Ἰων. -[[πλώω]], Ἀρρ. Ἰνδ. 20. 1.
|lstext='''ἐκπεριπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, [[περιπλέω]] [[ἔξωθεν]] [[ὥστε]] νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ πλαγίων ἢ κατὰ πρύμναν, Πολύβ. 1. 23, 9· ταῖς ναυσὶ Πλουτ. Αἰμιλ. 15· πρβλ. [[ἐμπεριπλέω]]: - Ἰων. -[[πλώω]], Ἀρρ. Ἰνδ. 20. 1.
}}
{{bailly
|btext=naviguer autour.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[περιπλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπεριπλέω Medium diacritics: ἐκπεριπλέω Low diacritics: εκπεριπλέω Capitals: ΕΚΠΕΡΙΠΛΕΩ
Transliteration A: ekperipléō Transliteration B: ekperipleō Transliteration C: ekperipleo Beta Code: e)kperiple/w

English (LSJ)

fut. -πλεύσομαι,

   A to sail out round, so as to attack in flank, Plb.1.23.9 ; τὰς σχεδίας J.BJ3.10.9 ; circumnavigate, Λιβύην Arr.An.4.7.5: abs., ib.6.28.6; ταῖς ναυσί Plu.Aem. 15:—Ion. ἐκπερι-πλώω, Arr.Ind.20.1.

German (Pape)

[Seite 772] (s. πλέω), von einem Orte aus umschiffen; τὸν κόλπον Arr. An. 6, 28, 9; Pol. 1, 23, 9; ταῖς ναυσί Plut. Aem. P. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεριπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, περιπλέω ἔξωθεν ὥστε νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ πλαγίων ἢ κατὰ πρύμναν, Πολύβ. 1. 23, 9· ταῖς ναυσὶ Πλουτ. Αἰμιλ. 15· πρβλ. ἐμπεριπλέω: - Ἰων. -πλώω, Ἀρρ. Ἰνδ. 20. 1.

French (Bailly abrégé)

naviguer autour.
Étymologie: ἐκ, περιπλέω.