δυσεξεύρετος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσεξεύρετος''': -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F. | |lstext='''δυσεξεύρετος''': -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à trouver.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξευρίσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to find out, Id.HA611a26, Plu.2.407f.
German (Pape)
[Seite 679] schwer aufzufinden; τόποι Arist. H. A. 9, 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξεύρετος: -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à trouver.
Étymologie: δυσ-, ἐξευρίσκω.