εὔσημος: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔσημος''': -ον, ἔχων καλὰ σημεῖα, εὐοίωνος, [[φάσμα]] Εὐρ. Ι. Α. 252, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 43. ΙΙ. [[εὐδιάγνωστος]], [[εὐόρατος]], εὔσημον γὰρ οὔ με λανθάνει τὸ [[πλοῖον]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 714· καπνῷ δ’ ἁλοῦσα... [[εὔσημος]] [[πόλις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 818· σήματα Ἱππ. Μοχλ. 851· ἴχνη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 19, 5· οὐκ εὔσημον, [[ὅθεν]]... [[αὐτόθι]] 3. 8, 2· εὔσ. [[προσαγόρευσις]] Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1, 3. 2) εὐκόλως νοούμενος, [[εὔληπτος]], [[εὐδιάκριτος]], [[σαφής]], οὐδ’ [[ὄρνις]] εὐσήμους ἀπορροιβδεῖ βοὰς Σοφ. Ἀντ. 1021· ἀντίθετον τῷ ἄσημος, [[αὐτόθι]] 1004. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 2· ― Ὑπερθετ. -ότατα, Πλούτ. 2. 1022Α. | |lstext='''εὔσημος''': -ον, ἔχων καλὰ σημεῖα, εὐοίωνος, [[φάσμα]] Εὐρ. Ι. Α. 252, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 43. ΙΙ. [[εὐδιάγνωστος]], [[εὐόρατος]], εὔσημον γὰρ οὔ με λανθάνει τὸ [[πλοῖον]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 714· καπνῷ δ’ ἁλοῦσα... [[εὔσημος]] [[πόλις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 818· σήματα Ἱππ. Μοχλ. 851· ἴχνη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 19, 5· οὐκ εὔσημον, [[ὅθεν]]... [[αὐτόθι]] 3. 8, 2· εὔσ. [[προσαγόρευσις]] Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1, 3. 2) εὐκόλως νοούμενος, [[εὔληπτος]], [[εὐδιάκριτος]], [[σαφής]], οὐδ’ [[ὄρνις]] εὐσήμους ἀπορροιβδεῖ βοὰς Σοφ. Ἀντ. 1021· ἀντίθετον τῷ ἄσημος, [[αὐτόθι]] 1004. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 2· ― Ὑπερθετ. -ότατα, Πλούτ. 2. 1022Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est bon signe, de bon augure;<br /><b>2</b> qui offre un signe certain, évident, clair, significatif ; καπνῷ δ’ ἁλοῦσα [[εὔσημος]] [[πόλις]] ESCHL la fumée montre par un signe certain que la ville a été prise;<br /><b>3</b> facile à reconnaître, distinct (cri).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σῆμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. εὔσᾱμος, ον,
A of good signs or omens, φάσμα ναυβάταις E.IA252 (lyr.), cf. Plu. Caes.43; ἱερά Philostr. VA8.7.12; [πῦρ] ib.1.31. II easily known by signs, conspicuous, εὔσημον γὰρ οὔ μελανθάνει [τὸ πλοῖον] A.Supp.714; καπνῷ δ' ἁλοῦσα . . εὔ. πόλις Id.Ag.818; σημεῖα Hp.Mochl.16; τόπος Annuario 4/5.225 (Rhodes, ii B.C.); ἴχνη Thphr.CP6.19.5 (Comp.); οὐκ εὔσημον, ὅθεν .. not easy to distinguish, ib.3.8.2; legible, clear, ὅπως -σαμοτέρα ὑπάρχῃ ἁ ἀναγραφά SIG1023.96 (Cos, iii/ii B.C.); εὔ. γράμματα OGI665.12 (Egypt, i A.D.); εὔ. προσαγόρευσις Men.381; of sound, distinct, βοαι S.Ant.1021; ἦχοι Phld.Po.2.16 (Sup.); wellmarked, βραχίων Philostr.Gym.35; οὐλὴ εὔσημος PPetr.1p.54 (iii B.C.). 2 clear, intelligible, λόγον εὔ. δοῦναι 1 Ep.Cor.14.9; διδασκαλία Erot.Prooem., Heliod. ap. Orib.48.20.7. 3 evident, τισι Phld.Ir. p.91 W., cf. Porph.Abst.3.5. 4 εὔσημα, τά, = Lat. insignia, f.l. for σύσσημα, D.S.36.2. 5 of garments, with fine edging, BGU1564.11 (ii A.D.). II Adv. -μως clearly, distinctly, ἔχειν Arist.Mete. 363a27; μεμνῆσθαι Str.10.2.23; προσανένεγκε POxy.1188.5 (i A.D.): Sup. -ότατα Plu.2.1022a.
German (Pape)
[Seite 1097] 1) mit gutem Zeichen, guter Vorbedeutung, εὔσ. φάσμα ναυβάταις Eur. I. A. 252; ἐνορᾷ τι τοῖς ἱερείοις εὔσημον Plut Caes. 43. – 2) leicht erkennbar, deutlich, Aesch. Suppl. 695, der es auch mit dem partic. vrbdt, καπνῷ δ' ἁλοῦσα νῦν ἔτ' εὔσημος πόλις Ag. 792, aus dem Rauche erkennt man, daß die Stadt eingenommen; οὐδ' ὄρνις εὐσήμους ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς Soph. Ant. 1008, deutlich, zu verstehen; in späterer Prosa, ἴχνη Theophr.; περιγραφή Pol. 10, 44, 9, öfter Plut. – Adv. εὐσήμως, z. B. ἔχειν Arist. Meteor. 2, 6; gtrab. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσημος: -ον, ἔχων καλὰ σημεῖα, εὐοίωνος, φάσμα Εὐρ. Ι. Α. 252, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 43. ΙΙ. εὐδιάγνωστος, εὐόρατος, εὔσημον γὰρ οὔ με λανθάνει τὸ πλοῖον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 714· καπνῷ δ’ ἁλοῦσα... εὔσημος πόλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 818· σήματα Ἱππ. Μοχλ. 851· ἴχνη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 19, 5· οὐκ εὔσημον, ὅθεν... αὐτόθι 3. 8, 2· εὔσ. προσαγόρευσις Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1, 3. 2) εὐκόλως νοούμενος, εὔληπτος, εὐδιάκριτος, σαφής, οὐδ’ ὄρνις εὐσήμους ἀπορροιβδεῖ βοὰς Σοφ. Ἀντ. 1021· ἀντίθετον τῷ ἄσημος, αὐτόθι 1004. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 2· ― Ὑπερθετ. -ότατα, Πλούτ. 2. 1022Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est bon signe, de bon augure;
2 qui offre un signe certain, évident, clair, significatif ; καπνῷ δ’ ἁλοῦσα εὔσημος πόλις ESCHL la fumée montre par un signe certain que la ville a été prise;
3 facile à reconnaître, distinct (cri).
Étymologie: εὖ, σῆμα.