γαμικός: Difference between revisions
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γαμικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γάμον, νόμοι Πλάτ. Νόμ. 712Α · γ. [[ὁμιλία]], ἡ σαρκικὴ [[μῖξις]], Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 1 · γ. [[ὕμνος]], γαμήλιον ᾆσμα, Ἱππόλοχ. παρ ᾽ Ἀθην. 130Α · τά γαμ., ὁ [[γάμος]], Λατ. nuptiae, Θουκ. 2. 15., 6. 6. ― Ἐπίρρ., γαμικῶς ἑστιᾶν, ὡς εἰς γάμον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν ἡλικίᾳ γάμου ὤν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2647, πρβλ. 5719. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν γυναῖκά του, Χρησμ. Σιβ. 7. 5. | |lstext='''γαμικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γάμον, νόμοι Πλάτ. Νόμ. 712Α · γ. [[ὁμιλία]], ἡ σαρκικὴ [[μῖξις]], Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 1 · γ. [[ὕμνος]], γαμήλιον ᾆσμα, Ἱππόλοχ. παρ ᾽ Ἀθην. 130Α · τά γαμ., ὁ [[γάμος]], Λατ. nuptiae, Θουκ. 2. 15., 6. 6. ― Ἐπίρρ., γαμικῶς ἑστιᾶν, ὡς εἰς γάμον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν ἡλικίᾳ γάμου ὤν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2647, πρβλ. 5719. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν γυναῖκά του, Χρησμ. Σιβ. 7. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le mariage ; τὰ γαμικά THC mariage, noces.<br />'''Étymologie:''' [[γάμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for marriage, νόμοι Pl.Lg.721a; γ. ὁμιλία connubial intercourse, Arist.Pol.1334b32; γ. ὑμέναιος Pherecr. 12 D.; γ. ὕμνος a bridal song, Hippoloch. ap. Ath.4.130a, Porph.Marc.2; συγγραφή POxy.1473.25 (iii A. D.); τὰ γ. bridal, wedding, Th.2.15; questions of marriage-rights, Id.6.6, cf. Arist.Pol. 1304a14. Adv. -κῶς ἑστιᾶν feast as at a wedding, Id.EN1123a22. 2 γαμικόν, τό, marriage-contract, POxy.903.17 (iv A. D.). II of persons, of marriageable age, Epigr.Gr.288.7 (Cyprus): pr. n. in IG14.496.
German (Pape)
[Seite 473] 1) hochzeitlich, ὕμνος, συμπόσιον, Ath. IV, 130 a V, 188 b. – 2) die Ehe betreffend, νόμοι Plat. Legg. IV, 721 a; τὰ γαμικά, Hochzeit, Ehe, Thuc. 2, 15. 6, 6; Arist. Pol. 5, 4; γαμικῶς ἑστιᾶν, hochzeitlich bewirthen, Eth. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
γαμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γάμον, νόμοι Πλάτ. Νόμ. 712Α · γ. ὁμιλία, ἡ σαρκικὴ μῖξις, Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 1 · γ. ὕμνος, γαμήλιον ᾆσμα, Ἱππόλοχ. παρ ᾽ Ἀθην. 130Α · τά γαμ., ὁ γάμος, Λατ. nuptiae, Θουκ. 2. 15., 6. 6. ― Ἐπίρρ., γαμικῶς ἑστιᾶν, ὡς εἰς γάμον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν ἡλικίᾳ γάμου ὤν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2647, πρβλ. 5719. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν γυναῖκά του, Χρησμ. Σιβ. 7. 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le mariage ; τὰ γαμικά THC mariage, noces.
Étymologie: γάμος.