εὐσύνοπτος: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσύνοπτος''': -ον, εὐκόλως δι᾿ ἑνὸς βλέμματος ὁρώμενος, ἀμέσως βλεπόμενος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 172 (= 183), Αἰσχίν. 70. 21· [[μέγεθος]] εὐσ. Ἀριστ. Ποιητ. 7. 10· [[πλῆθος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 5, 3· τάφοις ἀλλήλοις εὐσ., πλησίον [[ἀλλήλων]], εὐκόλως ὁρώμενοι ἀπ᾿ [[ἀλλήλων]], [[αὐτόθι]] 2. 12, 9· [[δύναμις]] εὐσ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 5. 14, 6. ΙΙ. μεταφ., εὐκόλως συναρπαζόμενος ὑπὸ τῆς διανοίας, ἐπί ποιήματος, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 5· [[λέγω]] δὲ περίοδον λέξιν… ἔχουσαν [[μέγεθος]] εὐσ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 3· ἐπὶ τῶν γεγονότων ὑποθέσεώς τινος, [[αὐτόθι]] 3. 12, 5, πρβλ. Πολιτικ. 7. 1, 6· ἐπὶ ψεύδους, εὐκόλως ὁρώμενος ἢ ἀποκαλυπτόμενος, ὁ αὐτ. περὶ Αἰσθ. 4. 4· - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 99· - Ὑπερθετ. -οτατα, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 73Ε. | |lstext='''εὐσύνοπτος''': -ον, εὐκόλως δι᾿ ἑνὸς βλέμματος ὁρώμενος, ἀμέσως βλεπόμενος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 172 (= 183), Αἰσχίν. 70. 21· [[μέγεθος]] εὐσ. Ἀριστ. Ποιητ. 7. 10· [[πλῆθος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 5, 3· τάφοις ἀλλήλοις εὐσ., πλησίον [[ἀλλήλων]], εὐκόλως ὁρώμενοι ἀπ᾿ [[ἀλλήλων]], [[αὐτόθι]] 2. 12, 9· [[δύναμις]] εὐσ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 5. 14, 6. ΙΙ. μεταφ., εὐκόλως συναρπαζόμενος ὑπὸ τῆς διανοίας, ἐπί ποιήματος, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 5· [[λέγω]] δὲ περίοδον λέξιν… ἔχουσαν [[μέγεθος]] εὐσ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 3· ἐπὶ τῶν γεγονότων ὑποθέσεώς τινος, [[αὐτόθι]] 3. 12, 5, πρβλ. Πολιτικ. 7. 1, 6· ἐπὶ ψεύδους, εὐκόλως ὁρώμενος ἢ ἀποκαλυπτόμενος, ὁ αὐτ. περὶ Αἰσθ. 4. 4· - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 99· - Ὑπερθετ. -οτατα, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 73Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à embrasser d’un coup d’œil.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνόψομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A easily taken in at a glance, seen at once, Isoc.15.172, Aeschin.3.118, Thphr.HP1.9.5; μέγεθος Arist.Po.1451a4; πλῆθος, χώρα, Id.Pol.1327a1; τάφοι ἀλλήλοις εὐ. within easy sight of each other, ib.1274a37; δύναμις εὐ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Plb.5.24.6. II metaph., easily taken in by the mind, of a poem, Arist.Po.1459a33; λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν . . μέγεθος εὐ. Id.Rh.1409b1; of the facts of a case, ib.1414a12, cf. Pol.1323b7; of a falsity or error, easily seen or detected, Id.Sens.441a10. Adv. -τως Id.Mir.838b10.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύνοπτος: -ον, εὐκόλως δι᾿ ἑνὸς βλέμματος ὁρώμενος, ἀμέσως βλεπόμενος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 172 (= 183), Αἰσχίν. 70. 21· μέγεθος εὐσ. Ἀριστ. Ποιητ. 7. 10· πλῆθος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 5, 3· τάφοις ἀλλήλοις εὐσ., πλησίον ἀλλήλων, εὐκόλως ὁρώμενοι ἀπ᾿ ἀλλήλων, αὐτόθι 2. 12, 9· δύναμις εὐσ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 5. 14, 6. ΙΙ. μεταφ., εὐκόλως συναρπαζόμενος ὑπὸ τῆς διανοίας, ἐπί ποιήματος, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 5· λέγω δὲ περίοδον λέξιν… ἔχουσαν μέγεθος εὐσ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 3· ἐπὶ τῶν γεγονότων ὑποθέσεώς τινος, αὐτόθι 3. 12, 5, πρβλ. Πολιτικ. 7. 1, 6· ἐπὶ ψεύδους, εὐκόλως ὁρώμενος ἢ ἀποκαλυπτόμενος, ὁ αὐτ. περὶ Αἰσθ. 4. 4· - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 99· - Ὑπερθετ. -οτατα, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 73Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à embrasser d’un coup d’œil.
Étymologie: εὖ, συνόψομαι.