δύσλοφος: Difference between revisions
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσλοφος''': -ον, [[βαρύς]], [[δυσάρεστος]], εἰς τὸν τράχηλον, [[δυσφόρητος]], [[ζεύγλη]], ζυγὸς Θέογν. 846, 1018, Βακχυλ. 12. 46 (13) (Blass)·δυσλοφωτέρους πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 931. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπομένων τὸν [[ζυγόν]], ἡμίονοι Αἰλ. π. Ζ. 16. 9, ― Ἐπίρρ., -φως φέρειν Εὐρ. Τρῳ. 303. | |lstext='''δύσλοφος''': -ον, [[βαρύς]], [[δυσάρεστος]], εἰς τὸν τράχηλον, [[δυσφόρητος]], [[ζεύγλη]], ζυγὸς Θέογν. 846, 1018, Βακχυλ. 12. 46 (13) (Blass)·δυσλοφωτέρους πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 931. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπομένων τὸν [[ζυγόν]], ἡμίονοι Αἰλ. π. Ζ. 16. 9, ― Ἐπίρρ., -φως φέρειν Εὐρ. Τρῳ. 303. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> pénible pour le cou, difficile à supporter;<br /><b>2</b> impatient du joug.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[λόφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard for the neck, hard to bear, ζεύγλη, ζυγόν, Thgn.848, 1024; χείρ B.12.46; δ. φρενί prob. l. in S.Ichn.4; δυσλοφωτέρους πόνους A.Pr.931. II impatient of the yoke, ἡμίονοι Ael.NA16.9. Adv. -φως, φέρειν E.Tr.303.
German (Pape)
[Seite 683] 1) schwer für den Nacken, nackenbeschwerend, ζεύγλη, Theogn. 846; πόνοι, Aesch. Prom. 930. – 2) den Nacken ungern unters Joch beugend, widerspänstig, αὐχήν, Theogn. 1019; ἡμίονοι, Ael. H. A. 16, 11; – δυσλόφως φέρειν κακά, Eur. Tr. 302.
Greek (Liddell-Scott)
δύσλοφος: -ον, βαρύς, δυσάρεστος, εἰς τὸν τράχηλον, δυσφόρητος, ζεύγλη, ζυγὸς Θέογν. 846, 1018, Βακχυλ. 12. 46 (13) (Blass)·δυσλοφωτέρους πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 931. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπομένων τὸν ζυγόν, ἡμίονοι Αἰλ. π. Ζ. 16. 9, ― Ἐπίρρ., -φως φέρειν Εὐρ. Τρῳ. 303.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 pénible pour le cou, difficile à supporter;
2 impatient du joug.
Étymologie: δυσ-, λόφος.