θανατώδης: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰνᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θανάτῳ, προμηνύων θάνατον, Ἱππ. Προγν. 37. II. [[θανάσιμος]], [[θανατηφόρος]], ἦρ ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247· σπασμοὶ Αἰλ. π. Ζ. 7. 5.
|lstext='''θᾰνᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θανάτῳ, προμηνύων θάνατον, Ἱππ. Προγν. 37. II. [[θανάσιμος]], [[θανατηφόρος]], ἦρ ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247· σπασμοὶ Αἰλ. π. Ζ. 7. 5.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />mortel.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτώδης Medium diacritics: θανατώδης Low diacritics: θανατώδης Capitals: ΘΑΝΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: thanatṓdēs Transliteration B: thanatōdēs Transliteration C: thanatodis Beta Code: qanatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A indicating death, σημεῖον Hp.Prog.2.    II deadly, fatal, αὐχμοί Id.Aph.3.15; ἦρ ib.9; σπασμοί Ael.NA7.5.

German (Pape)

[Seite 1186] ες, tödtlich, den Tod anzeigend; Hippocr.; Ael. H. A. 7, 5.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θανάτῳ, προμηνύων θάνατον, Ἱππ. Προγν. 37. II. θανάσιμος, θανατηφόρος, ἦρ ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247· σπασμοὶ Αἰλ. π. Ζ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
mortel.
Étymologie: θάνατος, -ωδης.