ἀκμής: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: ([[κάμνω]]): = [[ἀκάμας]], ὁ μὴ ἀποκάμνων, [[ἀκαταπόνητος]], Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 ([[ἔνθα]] κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.
|lstext='''ἀκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: ([[κάμνω]]): = [[ἀκάμας]], ὁ μὴ ἀποκάμνων, [[ἀκαταπόνητος]], Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 ([[ἔνθα]] κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ, τό)<br />non fatigué, frais.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κάμνω]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμής Medium diacritics: ἀκμής Low diacritics: ακμής Capitals: ΑΚΜΗΣ
Transliteration A: akmḗs Transliteration B: akmēs Transliteration C: akmis Beta Code: a)kmh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, also as neut., Paus.6.15.5: (κάμνω):—

   A untiring, unwearied, Il.11.802, 15.697, S.Ant.353; πύλαι ἀ. Ὀλύμπου AP9.526 (Alph.):—also in late Prose, D.H.9.14, Paus. l.c., Plu.Cim.13, Onos.22.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὡσαύτως ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: (κάμνω): = ἀκάμας, ὁ μὴ ἀποκάμνων, ἀκαταπόνητος, Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 (ἔνθα κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ, τό)
non fatigué, frais.
Étymologie: ἀ, κάμνω.