θυγάτηρ: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῠγάτηρ''': ἡ, γεν. θυγᾰτέρος, καὶ κατὰ συγκοπ. θυγατρός∙ δοτ. θυγᾰτέρι, θυγατρί∙ αἰτ. θυγᾰτέρα, καὶ Ἐπικ. θύγατρα∙ κλητ. θύγᾰτερ∙ ὁ Ὅμηρ. καὶ οἱ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται ἀμφοτέροις τοῖς τύποις∙ παρὰ δὲ τοῖς πεζοῖς ἀπαντῶσι μόνον οἱ τρισύλλ. τύποι. τὸ υ γίνεται μακρὸν παρὰ τοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἐν ταῖς τετρασυλλάβοις πτώσεσι [[χάριν]] τοῦ μέτρου. |Πρβλ. Σανσκρ. duhitâ, Ζενδ. dughdar (ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] πιθανῶς ἦτο dhughatar)∙ Γοτθ. dauhtar, Ἀρχ. Σκανδ. dóttir, Ἀγγλο-Σαξον. dohtor, Λιθ. dukté∙ - Ἀρχ. Γερμ. tohtar (tochter)). Θυγάτηρ, Ἰλ. Ι. 148, 290, Ὀδ. Δ. 4, κτλ.∙ θύγατρες ἵππων, ἐπὶ ἡμιόνων, Σιμωνίδ. 13. - Ὁ Πίνδ. καλεῖ τὰς ᾠδάς του Μοισᾶν θυγατέρας Ν. 4. 4∙ θ. Σειληνοῦ ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, Ἰουλιαν. Συμπόσ. ἢ Καίσαρος 25∙ ἐπὶ λαγύνου, Ἀνθ. Π. 6. 248. ΙΙ. [[ὑπηρέτρια]], [[θεράπαινα]], [[δούλη]]. μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς ἐν Φαλάρ. Ἐπιστ. σ. 360, [[ἔνθα]] ἴδε Lennep. | |lstext='''θῠγάτηρ''': ἡ, γεν. θυγᾰτέρος, καὶ κατὰ συγκοπ. θυγατρός∙ δοτ. θυγᾰτέρι, θυγατρί∙ αἰτ. θυγᾰτέρα, καὶ Ἐπικ. θύγατρα∙ κλητ. θύγᾰτερ∙ ὁ Ὅμηρ. καὶ οἱ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται ἀμφοτέροις τοῖς τύποις∙ παρὰ δὲ τοῖς πεζοῖς ἀπαντῶσι μόνον οἱ τρισύλλ. τύποι. τὸ υ γίνεται μακρὸν παρὰ τοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἐν ταῖς τετρασυλλάβοις πτώσεσι [[χάριν]] τοῦ μέτρου. |Πρβλ. Σανσκρ. duhitâ, Ζενδ. dughdar (ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] πιθανῶς ἦτο dhughatar)∙ Γοτθ. dauhtar, Ἀρχ. Σκανδ. dóttir, Ἀγγλο-Σαξον. dohtor, Λιθ. dukté∙ - Ἀρχ. Γερμ. tohtar (tochter)). Θυγάτηρ, Ἰλ. Ι. 148, 290, Ὀδ. Δ. 4, κτλ.∙ θύγατρες ἵππων, ἐπὶ ἡμιόνων, Σιμωνίδ. 13. - Ὁ Πίνδ. καλεῖ τὰς ᾠδάς του Μοισᾶν θυγατέρας Ν. 4. 4∙ θ. Σειληνοῦ ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, Ἰουλιαν. Συμπόσ. ἢ Καίσαρος 25∙ ἐπὶ λαγύνου, Ἀνθ. Π. 6. 248. ΙΙ. [[ὑπηρέτρια]], [[θεράπαινα]], [[δούλη]]. μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς ἐν Φαλάρ. Ἐπιστ. σ. 360, [[ἔνθα]] ἴδε Lennep. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=θυγατρός (ἡ) :<br /><i>dat.</i> θυγατρί, <i>acc.</i> θυγατέρα, <i>voc.</i> θύγατερ;<br /><i>pl.</i> θυγατέρες, <i>gén.</i> θυγατέρων, <i>dat.</i> θυγατράσι (<i>épq.</i> θυγατέρεσσιν), <i>acc.</i> θυγατέρας (<i>épq.</i> θύγατρας);<br />fille (<i>lat.</i> filia).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>all.</i> Tochter, <i>angl.</i> daughter. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, gen. θυγᾰτέρος contr. θυγατρός; dat. θυγᾰτέρι, θυγατρί; acc. θυγᾰτέρα Ep.
A θύγατρα Il.1.13; voc. θύγᾰτερ: nom. pl. θυγατέρες, Ep. and lyr. θύγατρες 9.144, Sapph.Supp.20a.16: gen. pl. -τέρων IG22.832.19, Pl.R.461c, poet. -τρῶν: dat. pl. -τράσι Ep. -τέρεσσι Il.15.197; both sets of forms are found in poetry, θυγατρός, -τρί, -τράσι are used in Prose:—daughter, Il.9.148,290, Od.4.4, etc.; θύγατρες ἵππων, of mules, Simon.7; θ. ταύρων, of bees, Philo Tars. ap. Gal.13.269: metaph., Μοισᾶν θυγατέρες, of Odes, Pi.N.4.3; πλάστιγξ ἡ χαλκοῦ θ. Critias 1.9D.; θ. Σειληνοῦ, of the vine, Jul. Caes.25; ψήφου συμβολικῆς θ., of a λάγυνος, AP6.248 (Marc. Arg.); of villages dependent on a city, LXXJd.1.27, 1 Ma.5.8. II later, maidservant, slave, Phalar.Ep.142.3. [ῡ in Ep. in the longer forms, metri gr.] (Cf. Skt. duhitár-, Engl. daughter, etc.)
German (Pape)
[Seite 1221] die Tochter, Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2. Aufl. S. 233; nach Prisc. 1. 6, 36 äol. θουγάτηρ; θυγατέρος u. θυγατρός, so auch dat. u. acc., voc. θύγατερ, plur. θύγατρες, Il. 9, 144; in Prosa im gen. u. dat. sing. nur die syncop. Formen; – von Hom. an überall; Pind. nennt N. 4, 3 seine Gesänge Töchter der Musen. Allgemeiner, ein Mädchen, Soph. O. R. 1101, ch.; auch wohl Magd, Lennep zu Phalar. p. 360. [Υ wird in allen viersylbigen Casus von den Ep. lang gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
θῠγάτηρ: ἡ, γεν. θυγᾰτέρος, καὶ κατὰ συγκοπ. θυγατρός∙ δοτ. θυγᾰτέρι, θυγατρί∙ αἰτ. θυγᾰτέρα, καὶ Ἐπικ. θύγατρα∙ κλητ. θύγᾰτερ∙ ὁ Ὅμηρ. καὶ οἱ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται ἀμφοτέροις τοῖς τύποις∙ παρὰ δὲ τοῖς πεζοῖς ἀπαντῶσι μόνον οἱ τρισύλλ. τύποι. τὸ υ γίνεται μακρὸν παρὰ τοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἐν ταῖς τετρασυλλάβοις πτώσεσι χάριν τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
θυγατρός (ἡ) :
dat. θυγατρί, acc. θυγατέρα, voc. θύγατερ;
pl. θυγατέρες, gén. θυγατέρων, dat. θυγατράσι (épq. θυγατέρεσσιν), acc. θυγατέρας (épq. θύγατρας);
fille (lat. filia).
Étymologie: cf. all. Tochter, angl. daughter.