ἐνιπή: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνῑπή''': ἡ, ([[ἐνίπτω]], ἴδε [[ἐνέπω]] ἐν τέλει). - Ἐπικ. [[ὄνομα]], [[ἐπίπληξις]], [[μέμψις]], [[ἐπιτίμησις]], αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπὴν Ἰλ. Δ. 402, κτλ.· [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιθ., κρατερὴν δ’ ἀποθέσθαι ἐνιπὴν Ε. 492· ἐνιπῇ ἀργαλέῃ Ξ. 104· ἒδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Ὀδ. Κ. 448· [[ὕβρις]], [[λοιδορία]], ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς Υ 266 καὶ ἐν τῷ πληθ., ἀπειλή, φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπὰς Ε. 446· πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 165: βραδύτερον, ψευδέων ἐνιπά, τὸ [[ὄνειδος]] τοῦ ψεύδους, Πινδ. Ο. 10 (11). 8· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς, ἰσχυρᾶς προσβολῆς, [[οἷον]] ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, τῆς δίψης, κλ., Ὀππ. Κυν. 1. 133, 299. | |lstext='''ἐνῑπή''': ἡ, ([[ἐνίπτω]], ἴδε [[ἐνέπω]] ἐν τέλει). - Ἐπικ. [[ὄνομα]], [[ἐπίπληξις]], [[μέμψις]], [[ἐπιτίμησις]], αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπὴν Ἰλ. Δ. 402, κτλ.· [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιθ., κρατερὴν δ’ ἀποθέσθαι ἐνιπὴν Ε. 492· ἐνιπῇ ἀργαλέῃ Ξ. 104· ἒδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Ὀδ. Κ. 448· [[ὕβρις]], [[λοιδορία]], ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς Υ 266 καὶ ἐν τῷ πληθ., ἀπειλή, φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπὰς Ε. 446· πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 165: βραδύτερον, ψευδέων ἐνιπά, τὸ [[ὄνειδος]] τοῦ ψεύδους, Πινδ. Ο. 10 (11). 8· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς, ἰσχυρᾶς προσβολῆς, [[οἷον]] ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, τῆς δίψης, κλ., Ὀππ. Κυν. 1. 133, 299. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />reproche, remontrance, menace.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἐνίπτω,
A v. ἐνέπω fin.) poet. Noun, rebuke, reproof, Il.4.402, etc.; κρατερὴν δ' ἀποθέσθαι ἐνιπήν 5.492; ἐνιπῇ ἀργαλέῃ 14.104; ἔδδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐ. Od.10.448; abuse, contumely, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς 20.266: pl., angry threats, φεύγων . . Ποσειδάωνος ἐνιπάς 5.446, cf. h.Merc.165; ψευδέων ἐνιπά reproach of lying, Pi.O.10(11).6. 2 later, of any violent attack, as of the sun's rays or thirst, Opp.C.1.133,299.
German (Pape)
[Seite 845] ἡ (vgl. ἐνίπτω), tadelnde Anrede, Tadel, Verweis; βασιλῆος Il. 4, 402; durch adj., wie ἀργαλέη, ἔκπαγλος, κρατερή geschärft, 5, 492. 14, 404 Od. 10, 448; auch allein = Drohung, 5, 446; Schmähung, Scheltwort, 20, 266; ψευδέων ἐνιπά, Vorwurf der Lüge, Pind. Ol. 11, 6. Allgemeiner bei sp. D., ἀρίζηλοι γὰρ ἐπιχθονίοισιν ἐνιπαὶ ἀθανάτων, Zorn, Ap. Rh. 2, 250; von unangenehmen körperlichen Einwirkungen, Opp. φλογόεσσαν ἐνιπὴν ἄζαν τ' ἠελίου, Sonnenbrand, Cyn. 1, 133, wie δίψους δριμεῖαν ἐνιπήν 299, vgl. 3, 380.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνῑπή: ἡ, (ἐνίπτω, ἴδε ἐνέπω ἐν τέλει). - Ἐπικ. ὄνομα, ἐπίπληξις, μέμψις, ἐπιτίμησις, αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπὴν Ἰλ. Δ. 402, κτλ.· συχνάκις μετ’ ἐπιθ., κρατερὴν δ’ ἀποθέσθαι ἐνιπὴν Ε. 492· ἐνιπῇ ἀργαλέῃ Ξ. 104· ἒδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Ὀδ. Κ. 448· ὕβρις, λοιδορία, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς Υ 266 καὶ ἐν τῷ πληθ., ἀπειλή, φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπὰς Ε. 446· πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 165: βραδύτερον, ψευδέων ἐνιπά, τὸ ὄνειδος τοῦ ψεύδους, Πινδ. Ο. 10 (11). 8· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς, ἰσχυρᾶς προσβολῆς, οἷον ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, τῆς δίψης, κλ., Ὀππ. Κυν. 1. 133, 299.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
reproche, remontrance, menace.
Étymologie: ἐνίπτω.