μουσοπόλος: Difference between revisions
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μουσοπόλος''': -ον, ὁ τὰς Μούσας θεραπεύων, [[ποιητικός]], [[οἰκία]] Σαπφὼ 61· μ. στοναχά, [[θρῆνος]] [[μετὰ]] μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1500· χεῖρες, [[στέφανος]] Ἀνθ. Π. 9. 270., 12. 257. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀοιδός]], [[ποιητής]], Εὐρ. Ἄλκ. 447. | |lstext='''μουσοπόλος''': -ον, ὁ τὰς Μούσας θεραπεύων, [[ποιητικός]], [[οἰκία]] Σαπφὼ 61· μ. στοναχά, [[θρῆνος]] [[μετὰ]] μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1500· χεῖρες, [[στέφανος]] Ἀνθ. Π. 9. 270., 12. 257. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀοιδός]], [[ποιητής]], Εὐρ. Ἄλκ. 447. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui cultive les Muses ; ὁ [[μουσοπόλος]] poète.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[πολέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A serving the Muses, poetic, οἰκία Sapph. 136 (s. v.l.); μ. στοναχά a tuneful lament, E.Ph.1499 (lyr.); χεῖρες, στέφανος, AP9.270 (Marc. Arg.), 12.257 (Mel.); μουσοπόλε θήρ, addressed to Pan, Castorio 2.5. II Subst., bard, minstrel, E.Alc. 445 (lyr., pl.), Rev.Phil.36.67 (Iconium, ii A. D.), Not.Scav.1912.327 (Ostia).
German (Pape)
[Seite 211] mit den Musen verkehrend, Dichter, Eur. Alc. 447; auch τίνα μουσοπόλον στοναχὰν ἀνακαλέσομαι, Phoen. 1505; δαίμων, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 (v. 28); μουσοπόλοις χερσὶ πηκτίδα ἐπηρέθισα, M Arg. 23 (IX, 270); Ep. ad. 751 (App. 351); τραγικός, Boeth. (IX, 248).
Greek (Liddell-Scott)
μουσοπόλος: -ον, ὁ τὰς Μούσας θεραπεύων, ποιητικός, οἰκία Σαπφὼ 61· μ. στοναχά, θρῆνος μετὰ μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1500· χεῖρες, στέφανος Ἀνθ. Π. 9. 270., 12. 257. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀοιδός, ποιητής, Εὐρ. Ἄλκ. 447.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cultive les Muses ; ὁ μουσοπόλος poète.
Étymologie: μοῦσα, πολέω.