φθοροποιός: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθοροποιός''': -όν, ὁ ἐπιφέρων φθοράν, καταστρεπτικός, Διοσκ. π. Ἰοβόλων σ. 51 Kühn, Πλούτ. 2. 911Α, συχνὸν παρὰ Φίλωνι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
|lstext='''φθοροποιός''': -όν, ὁ ἐπιφέρων φθοράν, καταστρεπτικός, Διοσκ. π. Ἰοβόλων σ. 51 Kühn, Πλούτ. 2. 911Α, συχνὸν παρὰ Φίλωνι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui corrompt <i>ou</i> détruit, pernicieux.<br />'''Étymologie:''' [[φθορά]], [[ποιέω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθοροποιός Medium diacritics: φθοροποιός Low diacritics: φθοροποιός Capitals: ΦΘΟΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: phthoropoiós Transliteration B: phthoropoios Transliteration C: fthoropoios Beta Code: fqoropoio/s

English (LSJ)

όν,

   A causing destruction, Boëth.Stoic.3.265, Petos. ap. Vett. Val.80.7, Dsc.Alex. Praef., Placit.5.30.1, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.196; δύναμις Ph.2.96; πάθος Simp. in Cael.436.26: c. gen., Ph.2.327, al.; τῶν ζῴων Gp.2.27.5; μεταβολὴ φ. τοῦ μεταβαλλομένου Dam.Pr.414.    2 abortifacient, Ps.-Dsc.1.1.

German (Pape)

[Seite 1273] Schaden bereitend, dah. verderbend, schädlich, tödtlich; Plut.; Philo bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

φθοροποιός: -όν, ὁ ἐπιφέρων φθοράν, καταστρεπτικός, Διοσκ. π. Ἰοβόλων σ. 51 Kühn, Πλούτ. 2. 911Α, συχνὸν παρὰ Φίλωνι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui corrompt ou détruit, pernicieux.
Étymologie: φθορά, ποιέω.