κρεανομία: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρεᾱνομία''': ἡ, διανομὴ [[κρεῶν]], Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις [[τύπος]] κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ [[Πολυδ]]. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ [[κρεωνομέω]] παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8. | |lstext='''κρεᾱνομία''': ἡ, διανομὴ [[κρεῶν]], Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις [[τύπος]] κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ [[Πολυδ]]. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ [[κρεωνομέω]] παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />distribution des chairs d’une victime.<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A distribution of meat, Theopomp.Hist.205 (pl.), IG 22.1245.5, Luc.Prom.5: pl., IG22.334.25, Porph.Abst.2.30.
Greek (Liddell-Scott)
κρεᾱνομία: ἡ, διανομὴ κρεῶν, Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις τύπος κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ κρεωνομέω παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
distribution des chairs d’une victime.
Étymologie: κρεανόμος.