ἰοδνεφής: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰοδνεφής''': -ές, ([[δνόφος]]) ἔχων [[χρῶμα]] σκοτεινὸν ὡς τὸ ἴον (ἴδε ἴον IV), «τὸ [[μέλαν]] ἢ πορφυροῦν, ἢ τὸ λεγόμενον κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἰάνθινον» (Εὐστ.), ἰοδνεφὲς [[εἶρος]] ἔχουσα Ὀδ. Δ. 135, Ι. 426. | |lstext='''ἰοδνεφής''': -ές, ([[δνόφος]]) ἔχων [[χρῶμα]] σκοτεινὸν ὡς τὸ ἴον (ἴδε ἴον IV), «τὸ [[μέλαν]] ἢ πορφυροῦν, ἢ τὸ λεγόμενον κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἰάνθινον» (Εὐστ.), ἰοδνεφὲς [[εἶρος]] ἔχουσα Ὀδ. Δ. 135, Ι. 426. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />d’un violet foncé, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[δνόφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (δνόφος)
A dark as the flower ἴον (v. ἴον 1v), purple-dark, εἶρος Od.4.135,9.426.
German (Pape)
[Seite 1255] ές, veilchen-, d. i. dunkelfarbig, εἶρος Od. 4, 135. 9, 426; Hesych. μέλαν, οἱ δὲ πορφυρίζον.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοδνεφής: -ές, (δνόφος) ἔχων χρῶμα σκοτεινὸν ὡς τὸ ἴον (ἴδε ἴον IV), «τὸ μέλαν ἢ πορφυροῦν, ἢ τὸ λεγόμενον κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἰάνθινον» (Εὐστ.), ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα Ὀδ. Δ. 135, Ι. 426.