ἀρκευθίς: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρκευθίς''': -ίδος, ἡ, ὁ [[καρπὸς]] τῆς ἀρκεύθου, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 5 (Schneid.), Πλούτ. 2. 383D: ― [[ὅθεν]], ἀρκευθιδίτης, ου, ὁ, κατασκευασμένος ἐξ ἀρκευθίδων, ἢ ὁ ἀρωματισθεὶς δι' αὐτῶν, [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 46. 2) = τῷ ἑπ., Πλούτ. 2. 383Ε. | |lstext='''ἀρκευθίς''': -ίδος, ἡ, ὁ [[καρπὸς]] τῆς ἀρκεύθου, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 5 (Schneid.), Πλούτ. 2. 383D: ― [[ὅθεν]], ἀρκευθιδίτης, ου, ὁ, κατασκευασμένος ἐξ ἀρκευθίδων, ἢ ὁ ἀρωματισθεὶς δι' αὐτῶν, [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 46. 2) = τῷ ἑπ., Πλούτ. 2. 383Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />graine de genièvre.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A juniper-berry, Hp.Nat.Mul.32, Thphr.Od.5 (prob. for -θος), Nic.Th.585, Plu.2.383e, Dsc.1.75. II = sq., Ps.-Dsc. 1.75.
German (Pape)
[Seite 353] ίδος, ἡ, Wachholderbeere, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκευθίς: -ίδος, ἡ, ὁ καρπὸς τῆς ἀρκεύθου, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 5 (Schneid.), Πλούτ. 2. 383D: ― ὅθεν, ἀρκευθιδίτης, ου, ὁ, κατασκευασμένος ἐξ ἀρκευθίδων, ἢ ὁ ἀρωματισθεὶς δι' αὐτῶν, οἶνος Διοσκ. 5. 46. 2) = τῷ ἑπ., Πλούτ. 2. 383Ε.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
graine de genièvre.
Étymologie: DELG emprunt.