προεννέπω: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προεννέπω''': [[προὐννέπω]] (ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγικ.), [[προαγορεύω]], προκηρρύτω, ἀγγέλλω, τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 351 ― μετ’ ἀπαρ., χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα [[προὐννέπω]], [[χαιρετίζω]] [[δημοσίᾳ]] τὸν κήρυκα, Σοφ. Τρ. 227, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1085· [[ὡσαύτως]], πρ. δ’ ὑμῖν ὅτι... Αἰσχύλ. Εὐμ. 98.
|lstext='''προεννέπω''': [[προὐννέπω]] (ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγικ.), [[προαγορεύω]], προκηρρύτω, ἀγγέλλω, τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 351 ― μετ’ ἀπαρ., χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα [[προὐννέπω]], [[χαιρετίζω]] [[δημοσίᾳ]] τὸν κήρυκα, Σοφ. Τρ. 227, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1085· [[ὡσαύτως]], πρ. δ’ ὑμῖν ὅτι... Αἰσχύλ. Εὐμ. 98.
}}
{{bailly
|btext=<i>par contr.</i> [[προὐννέπω]];<br /><i>seul. prés. et impf.</i> προέννεπον;<br />dire d’avance, prédire, annoncer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐννέπω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεννέπω Medium diacritics: προεννέπω Low diacritics: προεννέπω Capitals: ΠΡΟΕΝΝΕΠΩ
Transliteration A: proennépō Transliteration B: proennepō Transliteration C: proennepo Beta Code: proenne/pw

English (LSJ)

προὐννέπω (as always in Trag.),

   A proclaim, announce, τάδε A.Eu.852; π. σοί, εἰ... θανῇ E.Med.351: c. inf., χαίρειν τινὰ π. I publicly bid him hail, S.Tr.227, cf. E.Hipp.1085; π. δ' ὑμῖν ὅτι . . A.Eu..98.

German (Pape)

[Seite 720] vorhersagen; προὐννέπ ω τάδε, Aesch. Eumenid. 852; χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, Soph. Trsch. 226.

Greek (Liddell-Scott)

προεννέπω: προὐννέπω (ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγικ.), προαγορεύω, προκηρρύτω, ἀγγέλλω, τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 351 ― μετ’ ἀπαρ., χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, χαιρετίζω δημοσίᾳ τὸν κήρυκα, Σοφ. Τρ. 227, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1085· ὡσαύτως, πρ. δ’ ὑμῖν ὅτι... Αἰσχύλ. Εὐμ. 98.

French (Bailly abrégé)

par contr. προὐννέπω;
seul. prés. et impf. προέννεπον;
dire d’avance, prédire, annoncer, acc..
Étymologie: πρό, ἐννέπω.