ἀραρότως: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρᾱρότως''': ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ [[ἀραρίσκω]], στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, [[προσηρμοσμένως]], [[ἁρμοζόντως]], ἀσφαλῶς· [[ὅθεν]] καὶ τὸ ἄραρεν, [[παγίως]] δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.
|lstext='''ἀρᾱρότως''': ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ [[ἀραρίσκω]], στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, [[προσηρμοσμένως]], [[ἁρμοζόντως]], ἀσφαλῶς· [[ὅθεν]] καὶ τὸ ἄραρεν, [[παγίως]] δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />fermement, solidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀραρώς]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρᾱρότως Medium diacritics: ἀραρότως Low diacritics: αραρότως Capitals: ΑΡΑΡΟΤΩΣ
Transliteration A: ararótōs Transliteration B: ararotōs Transliteration C: ararotos Beta Code: a)raro/tws

English (LSJ)

[ᾰρ], (ἀραρίσκω)

   A compactly, closely, strongly, A.Supp.945, E.Med.1192, Pl.Phdr.240d, D.Chr.3.79, Iamb.Protr.12: Comp. ἀραρότερον (-ώτερον Dind.) Them.Or.22.270c.

German (Pape)

[Seite 344] angefügt, fest, μένειν Aesch. Suppl. 923; ὑπηρετεῖν Plat. Phaedr. 240 d; ἀραρότερον λέγειν, zusammenhängender sprechen, Themist.; u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρᾱρότως: ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ ἀραρίσκω, στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, προσηρμοσμένως, ἁρμοζόντως, ἀσφαλῶς· ὅθεν καὶ τὸ ἄραρεν, παγίως δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.

French (Bailly abrégé)

adv.
fermement, solidement.
Étymologie: ἀραρώς.