παρείσακτος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρείσακτος''': -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794. | |lstext='''παρείσακτος''': -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />introduit furtivement, intrus.<br />'''Étymologie:''' [[παρεισάγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A introduced privily, Ep.Gal.2.4 : nickname of Ptolemy XI, Str. 17.1.8.
German (Pape)
[Seite 512] daneben eingeführt, eingeschlichen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρείσακτος: -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
introduit furtivement, intrus.
Étymologie: παρεισάγω.