κυριεύω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῡριεύω''': ([[κύριος]]) εἶμαι [[κύριος]] ἢ [[δεσπότης]], πάντων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22˙ τῆς Ἀσίας [[αὐτόθι]] 3. 5, 11˙ μυρίων γῆς πήχεων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 176˙ κ. ἡ γυνὴ τοῦ ἀνδρὸς Διόδ. 1. 27˙ ὡς καὶ νῦν, [[λαμβάνω]] εἰς κατοχήν τινα, [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], τινὸς Πολύβ. 1. 7, 11, κτλ.˙ ― Παθ., κυριεύομαι, κατέχομαι, ὑπό τινος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95. 1. 2) ἔχω νομικὴν δύναμιν ἢ ἐξουσίαν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 5. 36. ΙΙ. ὁ κυριεύων, λογικὸν [[σόφισμα]], Πλούτ. 2. 133Β., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 22, κτλ.˙ πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108.
|lstext='''κῡριεύω''': ([[κύριος]]) εἶμαι [[κύριος]] ἢ [[δεσπότης]], πάντων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22˙ τῆς Ἀσίας [[αὐτόθι]] 3. 5, 11˙ μυρίων γῆς πήχεων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 176˙ κ. ἡ γυνὴ τοῦ ἀνδρὸς Διόδ. 1. 27˙ ὡς καὶ νῦν, [[λαμβάνω]] εἰς κατοχήν τινα, [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], τινὸς Πολύβ. 1. 7, 11, κτλ.˙ ― Παθ., κυριεύομαι, κατέχομαι, ὑπό τινος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95. 1. 2) ἔχω νομικὴν δύναμιν ἢ ἐξουσίαν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 5. 36. ΙΙ. ὁ κυριεύων, λογικὸν [[σόφισμα]], Πλούτ. 2. 133Β., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 22, κτλ.˙ πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108.
}}
{{bailly
|btext=être maître de, gén. ; <i>abs.</i> avoir plein pouvoir ; ὁ κυριεύων, « le dominant », <i>sorte d’argument sophistique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κύριος]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡριεύω Medium diacritics: κυριεύω Low diacritics: κυριεύω Capitals: ΚΥΡΙΕΥΩ
Transliteration A: kyrieúō Transliteration B: kyrieuō Transliteration C: kyrieyo Beta Code: kurieu/w

English (LSJ)

   A to be lord or master of, πάντων X.Mem.2.6.22, cf. Arist.EN1160b35; τῆς Ἀσίας X.Mem.3.5.11; μυρίων γῆς πήχεων Men.1099, cf. PEleph. 14.14 (iii B.C.), etc.; τῶν γενημάτων PTeb.105.47 (ii B.C.); τῆς θαλάττης Agatharch.5; ὧν ἁ πόλις . . κυριεύει IG5(2).510.4 (Arc., ii B.C.); κυριεύειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀνδρός D.S.1.27; σανίδων Phld.Mort.24; νεκρῶν καὶ ζώντων Ep.Rom.14.9; κρατεῖν καὶ κ. PStrassb.14.22 (iii A.D.); gain possession of, seize, ζωγρίᾳ τινῶν Plb.1.7.11, al., cf. Ph.Bel.80.41: later c. acc., τὰ σώματα καὶ τὴν βοῦν κ. PGrenf.1.21.13 (ii B.C.); τοῦ κυριεύοντος τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.Lond.121.838: abs., to be dominant, Chrysipp.Stoic.2.244:—Pass., to be dominated, possessed, ὑπό τινος Arist.Mir.838a10.    b Astrol., of planets, κ. τοῦ σχήματος Ptol.Tetr.169, cf. Vett.Val.63.23:—Pass., οἱ -όμενοι τόποι Ptol. Tetr.112.    2 to have legal power to do, c. inf., Lex ap.Aeschin. 1.35.    II ὁ κυριεύων (sc. λόγος, wh. is expressed in Arr.Epict.2.19.1), a logical puzzle, Plu.2.615a, Luc.Vit.Auct.22, etc., cf. Stoic. 2.93.

German (Pape)

[Seite 1536] Herr, Eigenthümer von Etwas, κύριος sein, Etwas in seiner Gewalt haben, gebieten über Etwas, auch sich bemächtigen; κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν ἐπιγράφειν, sie sollen Macht haben, eine Geldstrafe bis zu 50 Drachmen zu verhängen, Aesch. 1, 36; πάντων Xen. Hem. 2, 6, 22; τῆς Ἀσίας 3, 5, 10; βουλόμενος τῆς εἰσόδου κυριεύειν τῆς εἰς Πελοπόννησον Pol. 4, 6, 6; ἐκυρίευσαν δὲ καὶ λέμβων, sie bemächtigten sich derselben, 2, 11, 14, vgl. ζωγρείᾳ δ' ἐκυρίευσαν πλειόνων ἢ τριακοσίων 1, 7, 11; so auch a. Sp. – Auch pass., τὸν τόπον κυριεύεσθαι ὑπὸ Λευκαδίων Arist. Hirab. 97. – Ο κυριεύων war ein besonderer sophistischer Schluß, Plut. Symp. 1, 1, 5 u. öfter; Luc. vit. auct. 22 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κῡριεύω: (κύριος) εἶμαι κύριοςδεσπότης, πάντων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22˙ τῆς Ἀσίας αὐτόθι 3. 5, 11˙ μυρίων γῆς πήχεων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 176˙ κ. ἡ γυνὴ τοῦ ἀνδρὸς Διόδ. 1. 27˙ ὡς καὶ νῦν, λαμβάνω εἰς κατοχήν τινα, καταλαμβάνω, κυριεύω, τινὸς Πολύβ. 1. 7, 11, κτλ.˙ ― Παθ., κυριεύομαι, κατέχομαι, ὑπό τινος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95. 1. 2) ἔχω νομικὴν δύναμιν ἢ ἐξουσίαν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 5. 36. ΙΙ. ὁ κυριεύων, λογικὸν σόφισμα, Πλούτ. 2. 133Β., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 22, κτλ.˙ πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108.

French (Bailly abrégé)

être maître de, gén. ; abs. avoir plein pouvoir ; ὁ κυριεύων, « le dominant », sorte d’argument sophistique.
Étymologie: κύριος.