παράβλημα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράβλημα''': τό, ([[παραβάλλω]]) τὸ τοῖς ζῴσις εἰς τροφὴν παρατιθέμενον, Εὐστ. 1406. 25. ΙΙ. ὅ,τι κρέμαται πρὸ τινος [[ὅπως]] καλύψῃ, ἢ προφυλάξῃ αὐτό, [[μάλιστα]] [[εἶδος]] σκεπάσματος ἐν εἴδει θώρακος, δι’ οὗ ἐκάλυπτον τὰς πλευρὰς τῶν πλοίων, πάντα δὲ παρασκευασάμενος ὡς ἐς ναυμαχίαν, καὶ τὰ παραβλήματα παραβαλὼν Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 22· πρβλ. [[παράρρυμα]].
|lstext='''παράβλημα''': τό, ([[παραβάλλω]]) τὸ τοῖς ζῴσις εἰς τροφὴν παρατιθέμενον, Εὐστ. 1406. 25. ΙΙ. ὅ,τι κρέμαται πρὸ τινος [[ὅπως]] καλύψῃ, ἢ προφυλάξῃ αὐτό, [[μάλιστα]] [[εἶδος]] σκεπάσματος ἐν εἴδει θώρακος, δι’ οὗ ἐκάλυπτον τὰς πλευρὰς τῶν πλοίων, πάντα δὲ παρασκευασάμενος ὡς ἐς ναυμαχίαν, καὶ τὰ παραβλήματα παραβαλὼν Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 22· πρβλ. [[παράρρυμα]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />barricade, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[παραβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράβλημα Medium diacritics: παράβλημα Low diacritics: παράβλημα Capitals: ΠΑΡΑΒΛΗΜΑ
Transliteration A: paráblēma Transliteration B: parablēma Transliteration C: paravlima Beta Code: para/blhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is thrown beside or before, fodder, Eust.1406.25.    II curtain or screen used to cover the sides of ships, X.HG2.1.22.    III Geom., rectangle applied to a straight line, Archim.Con.Sph.25, al.

German (Pape)

[Seite 472] τό, das Vorgeworfene, bes. Futter der Thiere, Eust. – Bei Xen. Hell. 2, 1, 22, πάντα παρασκευασάμενος ὡς ἐς ναυμαχίαν καὶ τὰ παραβλήματα παραβαλών, sind Schutzdecken gemeint, welche an den Seiten der Schiffe gegen die Geschosse der Feinde ausgehängt wurden.

Greek (Liddell-Scott)

παράβλημα: τό, (παραβάλλω) τὸ τοῖς ζῴσις εἰς τροφὴν παρατιθέμενον, Εὐστ. 1406. 25. ΙΙ. ὅ,τι κρέμαται πρὸ τινος ὅπως καλύψῃ, ἢ προφυλάξῃ αὐτό, μάλιστα εἶδος σκεπάσματος ἐν εἴδει θώρακος, δι’ οὗ ἐκάλυπτον τὰς πλευρὰς τῶν πλοίων, πάντα δὲ παρασκευασάμενος ὡς ἐς ναυμαχίαν, καὶ τὰ παραβλήματα παραβαλὼν Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 22· πρβλ. παράρρυμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
barricade, palissade.
Étymologie: παραβάλλω.