ἀκροθιγής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκροθῐγής''': -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ [[φίλημα]], Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, [[ὥστε]] [[μόλις]] νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105. | |lstext='''ἀκροθῐγής''': -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ [[φίλημα]], Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, [[ὥστε]] [[μόλις]] νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui touche la surface, qui effleure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[θιγεῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A touching on surface, touching the lips, φίλημα AP 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1. Adv. ἀκροθιγῶς, ἐμβάπτειν just dip in, so that it is hardly wetted, Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.Procl.26, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S.
German (Pape)
[Seite 83] ές, leicht berührend, φίλημα, Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροθῐγής: -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ φίλημα, Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, ὥστε μόλις νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui touche la surface, qui effleure.
Étymologie: ἄκρος, θιγεῖν.