συστοιχέω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συστοιχέω''': ἵσταμαι τεταγμένος ἐν τῇ αὐτῇ σειρᾷ ἢ γραμμῇ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πολύβ. 10. 21, 7. 2) εἶμαι [[σύστοιχος]] [[πρός]] τι, «τὸ γὰρ Σινᾶ [[ὄρος]] ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβίᾳ, συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν [[Ἱερουσαλήμ]], δουλεύει γὰρ [[μετὰ]] τῶν τέκνων αὐτῆς» Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. δ΄, 25· περιπατῶ [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, τῷ λόγῳ Σωκράτους Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 12.
|lstext='''συστοιχέω''': ἵσταμαι τεταγμένος ἐν τῇ αὐτῇ σειρᾷ ἢ γραμμῇ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πολύβ. 10. 21, 7. 2) εἶμαι [[σύστοιχος]] [[πρός]] τι, «τὸ γὰρ Σινᾶ [[ὄρος]] ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβίᾳ, συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν [[Ἱερουσαλήμ]], δουλεύει γὰρ [[μετὰ]] τῶν τέκνων αὐτῆς» Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. δ΄, 25· περιπατῶ [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, τῷ λόγῳ Σωκράτους Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être sur le même rang, sur la même ligne;<br /><b>2</b> correspondre à, τινι ; être en accord avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύστοιχος]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστοιχέω Medium diacritics: συστοιχέω Low diacritics: συστοιχέω Capitals: ΣΥΣΤΟΙΧΕΩ
Transliteration A: systoichéō Transliteration B: systoicheō Transliteration C: systoicheo Beta Code: sustoixe/w

English (LSJ)

   A stand in the same rank or line, of soldiers, Plb.10.23.7.    2 correspond to, τὸ Σινᾶ ὄρος . . σ. τῇ νῦν Ἱερουσαλήμ Ep.Gal. 4.25.

German (Pape)

[Seite 1044] mit, zusammen, in derselben Reihe, Linie stehen, Pol. 10, 21, 7 (vgl. συζυγέω); zu derselben Reihe, Ordnung, Art gehören, mit Einem, τινί.

Greek (Liddell-Scott)

συστοιχέω: ἵσταμαι τεταγμένος ἐν τῇ αὐτῇ σειρᾷ ἢ γραμμῇ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πολύβ. 10. 21, 7. 2) εἶμαι σύστοιχος πρός τι, «τὸ γὰρ Σινᾶ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβίᾳ, συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν Ἱερουσαλήμ, δουλεύει γὰρ μετὰ τῶν τέκνων αὐτῆς» Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. δ΄, 25· περιπατῶ συμφώνως πρός τι, τῷ λόγῳ Σωκράτους Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être sur le même rang, sur la même ligne;
2 correspondre à, τινι ; être en accord avec.
Étymologie: σύστοιχος.