Ῥαμνοῦς: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ῥαμνοῦς''': -οῦντος, (συνηρ. ἐκ τοῦ ῥαμνόεις), ὁ, [[δῆμος]] τῆς Ἀττικῆς (κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τῶν ἐν αὐτῷ φυομένων ῥάμνων), ἡ ἐν Ῥαμν.· [[θεός]], δηλ. ἡ Νέμεσις, Παυσ. 1. 33, 2, πρβλ. Στράβ. 396, 399, Wordsw. Athens and Att. σ. 43· Ῥαμνοῦντι, οὐχὶ ἐν Ῥαμνοῦντι, Cobet V. LL. σ. 201. ― Ἐντεῦθεν Ῥαμνούσιος, α, ον, Ρήτορες: ἡ Ῥαμνουσία, ἐπίθετ. τῆς Νεμέσεως ἐκ τοῦ ὅτι «ἐν Ραμνοῦντι Νεμέσεως ἵδρυτο [[ἄγαλμα]] δεκάπηχυ, ὁλόλιθον, [[ἔργον]] Φειδίου, ἔχον ἐν τῇ χειρὶ μηλέας κλάδον» Ἡσύχ., κλ. [[ὡσαύτως]] Ῥαμνουσίς, -ίδος, ἡ, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 232· Ῥαμνουσιάς, -άδος, ἡ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 2.
|lstext='''Ῥαμνοῦς''': -οῦντος, (συνηρ. ἐκ τοῦ ῥαμνόεις), ὁ, [[δῆμος]] τῆς Ἀττικῆς (κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τῶν ἐν αὐτῷ φυομένων ῥάμνων), ἡ ἐν Ῥαμν.· [[θεός]], δηλ. ἡ Νέμεσις, Παυσ. 1. 33, 2, πρβλ. Στράβ. 396, 399, Wordsw. Athens and Att. σ. 43· Ῥαμνοῦντι, οὐχὶ ἐν Ῥαμνοῦντι, Cobet V. LL. σ. 201. ― Ἐντεῦθεν Ῥαμνούσιος, α, ον, Ρήτορες: ἡ Ῥαμνουσία, ἐπίθετ. τῆς Νεμέσεως ἐκ τοῦ ὅτι «ἐν Ραμνοῦντι Νεμέσεως ἵδρυτο [[ἄγαλμα]] δεκάπηχυ, ὁλόλιθον, [[ἔργον]] Φειδίου, ἔχον ἐν τῇ χειρὶ μηλέας κλάδον» Ἡσύχ., κλ. [[ὡσαύτως]] Ῥαμνουσίς, -ίδος, ἡ, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 232· Ῥαμνουσιάς, -άδος, ἡ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 2.
}}
{{bailly
|btext=οῦντος (ὁ) :<br />Rhamnonte, <i>dème attique de la tribu Æantide</i>.
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ῥαμνοῦς Medium diacritics: Ῥαμνοῦς Low diacritics: Ραμνούς Capitals: ΡΑΜΝΟΥΣ
Transliteration A: Rhamnoûs Transliteration B: Rhamnous Transliteration C: Ramnoys Beta Code: *(ramnou=s

English (LSJ)

οῦντος (contr. from ῥαμνόεις), ὁ, Rhamnus, a deme in Attica (named from the ῥάμνοι growing in it), ἡ ἐν Ῥ. θεός, i.e. Nemesis, Paus.1.33.2, cf. Str.9.1.17 and 22; Ῥαμνοῦντι, not ἐν Ῥ.,

   A at Rhamnus, Lys.19.28, etc.—Hence Ῥαμνούσιος, α, ον, Rhamnusian, Aeschin.1.157, etc.; ἡ Ῥαμνουσία, epith. of Nemesis from her temple at Rhamnus, Hsch., etc.; also Ῥαμνουσίς, ίδος, ἡ, Call.Dian. 232; Ῥαμνουσιάς, άδος, ἡ, IG14.1389 ii 2.

Greek (Liddell-Scott)

Ῥαμνοῦς: -οῦντος, (συνηρ. ἐκ τοῦ ῥαμνόεις), ὁ, δῆμος τῆς Ἀττικῆς (κληθεὶς οὕτως ἐκ τῶν ἐν αὐτῷ φυομένων ῥάμνων), ἡ ἐν Ῥαμν.· θεός, δηλ. ἡ Νέμεσις, Παυσ. 1. 33, 2, πρβλ. Στράβ. 396, 399, Wordsw. Athens and Att. σ. 43· Ῥαμνοῦντι, οὐχὶ ἐν Ῥαμνοῦντι, Cobet V. LL. σ. 201. ― Ἐντεῦθεν Ῥαμνούσιος, α, ον, Ρήτορες: ἡ Ῥαμνουσία, ἐπίθετ. τῆς Νεμέσεως ἐκ τοῦ ὅτι «ἐν Ραμνοῦντι Νεμέσεως ἵδρυτο ἄγαλμα δεκάπηχυ, ὁλόλιθον, ἔργον Φειδίου, ἔχον ἐν τῇ χειρὶ μηλέας κλάδον» Ἡσύχ., κλ. ὡσαύτως Ῥαμνουσίς, -ίδος, ἡ, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 232· Ῥαμνουσιάς, -άδος, ἡ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 2.

French (Bailly abrégé)

οῦντος (ὁ) :
Rhamnonte, dème attique de la tribu Æantide.