ἰσχάνω: Difference between revisions
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχάνω''': ᾰ. Ἐπικ. ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἴσχω]] (ἴδε προηγ.)· -[[κωλύω]], [[ἐμποδίζω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[δέος]] ἰσχάνει ἄνδρας Ἰλ. Φ. 387· Αἴαντ’ ἰσχανέτην Ρ. 717· πρβλ. [[κατισχάνω]]: - [[μετὰ]] γεν., [[ἐμποδίζω]], [[κωλύω]] ἀπό τινος, [[κρύος]] ἀνέρας ἔρων ἰσχάνει Ἠσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 493· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 6 ([[ἔνθα]] [[ἄλλοτε]] ἦτο ἰσχαίνει). | |lstext='''ἰσχάνω''': ᾰ. Ἐπικ. ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἴσχω]] (ἴδε προηγ.)· -[[κωλύω]], [[ἐμποδίζω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[δέος]] ἰσχάνει ἄνδρας Ἰλ. Φ. 387· Αἴαντ’ ἰσχανέτην Ρ. 717· πρβλ. [[κατισχάνω]]: - [[μετὰ]] γεν., [[ἐμποδίζω]], [[κωλύω]] ἀπό τινος, [[κρύος]] ἀνέρας ἔρων ἰσχάνει Ἠσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 493· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 6 ([[ἔνθα]] [[ἄλλοτε]] ἦτο ἰσχαίνει). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=retenir, arrêter.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. lengthd. form of ἴσχω (v. foreg.),
A hold in check, hinder, δέος ἰσχάνει ἄνδρας Il.14.387; Αἴαντ' ἰσχανέτην ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ 17.747; τὸν δ' οὐκ ἴσχανε δεσμά h.Bacch.13: c. gen., keep back from, κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει Hes.Op.495; so in Prose, ὁ ἥλιος . . ἰσχάνει [τὸν σῖτον] checks its growth, Thphr.CP4.13.6 (v.l. ἰσχαίνει, fort. ἰσχναίνει). II get, obtain, have, ἀπεμνημόνευεν ἤ ἀνάλογον τῇ ἀπομνημονεύσει πάθος ἴσχα[νε] had an experience... Epicur.Nat.27 G., cf. 51 G.; περὶ . . δάκτυλον (δακτύλων codd.) πάθος ἰσχάνουσιν Vett.Val.65.13; μᾶλλον ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ ἐκ τῶν λόγων τὰς λαβὰς ἰσχάνουσι Phld.Herc.873.6; ἐμέθεν πέρι θυμὸν ἀρείω ἴσχανε A.R.1.902.
German (Pape)
[Seite 1272] verlängerte Form von ἴσχω, ἔχω (vgl. das Vorige), fest-, zurückhalten, hemmen, δέος ἰσχάνει ἄνδρας, Il. 14, 386. 17, 747 Od. 19, 42; τινός, woran hindern, wovon abhalten, Hes. O. 497.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχάνω: ᾰ. Ἐπικ. ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ἴσχω (ἴδε προηγ.)· -κωλύω, ἐμποδίζω, ἀναχαιτίζω, δέος ἰσχάνει ἄνδρας Ἰλ. Φ. 387· Αἴαντ’ ἰσχανέτην Ρ. 717· πρβλ. κατισχάνω: - μετὰ γεν., ἐμποδίζω, κωλύω ἀπό τινος, κρύος ἀνέρας ἔρων ἰσχάνει Ἠσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 493· ὡσαύτως παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 6 (ἔνθα ἄλλοτε ἦτο ἰσχαίνει).
French (Bailly abrégé)
retenir, arrêter.
Étymologie: ἴσχω.