Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσυλλόγιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυλλόγιστος''': -ον, μὴ ἐξαγόμενος δι’ ὀρθοῦ συλλογισμοῦ, μὴ [[λογικός]], [[παράλογος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως [[αὐτόθι]] 1. 12, 7. 2) ὁ μὴ ὑπαγόμενος εἰς συλλογισμούς, [[ἀλόγιστος]], ἀνυπολόγιστος, Μένανδ. ἐν «Ξενολόγῳ» 2, Πλούτ. 2. 24Β, 580C. ΙΙ. ὁ μὴ ὀρθῶς συμπεραίνων τι, παραλογιζόμενος, Ἀριστ. Φυσ. 1. 3, 1, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 50· [[ἀσυλλόγιστος]] τοῦ συμφέροντος, μὴ ὑπολογίζων αὐτό, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 9. 12, 3: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 7· ἀσ. ἔχειν τινὸς Πλουτ. Καῖσ. 59.
|lstext='''ἀσυλλόγιστος''': -ον, μὴ ἐξαγόμενος δι’ ὀρθοῦ συλλογισμοῦ, μὴ [[λογικός]], [[παράλογος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως [[αὐτόθι]] 1. 12, 7. 2) ὁ μὴ ὑπαγόμενος εἰς συλλογισμούς, [[ἀλόγιστος]], ἀνυπολόγιστος, Μένανδ. ἐν «Ξενολόγῳ» 2, Πλούτ. 2. 24Β, 580C. ΙΙ. ὁ μὴ ὀρθῶς συμπεραίνων τι, παραλογιζόμενος, Ἀριστ. Φυσ. 1. 3, 1, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 50· [[ἀσυλλόγιστος]] τοῦ συμφέροντος, μὴ ὑπολογίζων αὐτό, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 9. 12, 3: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 7· ἀσ. ἔχειν τινὸς Πλουτ. Καῖσ. 59.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut atteindre par le raisonnement.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[συλλογίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυλλόγιστος Medium diacritics: ἀσυλλόγιστος Low diacritics: ασυλλόγιστος Capitals: ΑΣΥΛΛΟΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: asyllógistos Transliteration B: asyllogistos Transliteration C: asyllogistos Beta Code: a)sullo/gistos

English (LSJ)

ον,

   A non-syllogistic, formally or materially invalid, χρῆσις Arist.APo.91b23, cf. Rh.1357b24, Phld. Rh.2.24S.; irrelevant, ἀ. πρὸς τὸ προκείμενον Anon.in SE16.33.    2 unattainable by reasoning, incalculable, Men.355.1, J.AJ4.7.1, al., Plu.2.24b,580d.    II Act., not reasoning justly, unreasoning, Arist. SE167b35, cf. Plb.12.3.2; ἀσυλλόγιστόν ἐστιν ἡ πονηρία Men.768: c.gen., not rationalizing, διάθεσις ἀ. τινῶν Chrysipp.Stoic.3.117; ἀ.τοῦ συμφέροντος not calculating it, J.AJ9.12.3; τοῦ χρησίμου Porph.Abst. 1.7. Adv.-τως, λέγειν Arist.APo.77b40; ἀ. ἔχειν τινός Plu. Caes.59.

German (Pape)

[Seite 379] durch Vernunftschlüsse nicht herauszubringen, unlogisch, Luc. conscr. hist. 17; συλλογισμοὶ ἀσ., Trugschlüsse, Sp.; wer etwas nicht berechnen kann, Pol. 12, 3; ἀ συλλογίστως ἔχειν περί τι, etwas nicht berechnen können, Plut. Caes. 59; ἅπτεσθαι τοῦ μέλλοντος Def. orac. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυλλόγιστος: -ον, μὴ ἐξαγόμενος δι’ ὀρθοῦ συλλογισμοῦ, μὴ λογικός, παράλογος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως αὐτόθι 1. 12, 7. 2) ὁ μὴ ὑπαγόμενος εἰς συλλογισμούς, ἀλόγιστος, ἀνυπολόγιστος, Μένανδ. ἐν «Ξενολόγῳ» 2, Πλούτ. 2. 24Β, 580C. ΙΙ. ὁ μὴ ὀρθῶς συμπεραίνων τι, παραλογιζόμενος, Ἀριστ. Φυσ. 1. 3, 1, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 50· ἀσυλλόγιστος τοῦ συμφέροντος, μὴ ὑπολογίζων αὐτό, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 9. 12, 3: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 7· ἀσ. ἔχειν τινὸς Πλουτ. Καῖσ. 59.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut atteindre par le raisonnement.
Étymologie: ἀ, συλλογίζομαι.