ἐκλιπής: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκλῐπής''': -ές, ([[ἐκλείπω]]), ἐκλείπων, [[ἐλλιπής]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]] Θουκ. 4. 52· [[μετὰ]] γεν., ἐλλιπὴς ἔν τινι, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 6. 10. ΙΙ. παραληφθείς, ἀμεληθείς, Θουκ. 1. 97. | |lstext='''ἐκλῐπής''': -ές, ([[ἐκλείπω]]), ἐκλείπων, [[ἐλλιπής]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]] Θουκ. 4. 52· [[μετὰ]] γεν., ἐλλιπὴς ἔν τινι, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 6. 10. ΙΙ. παραληφθείς, ἀμεληθείς, Θουκ. 1. 97. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui manque : [[τοῦ]] ἡλίου ἐκλιπές [[τι]] ἐγένετο THC il se produisit une éclipse partielle de soleil;<br /><b>2</b> abandonné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκλείπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (ἐκλείπω)
A failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, = ἔκλειψις, Th.4.52: c. gen., deficient in.., Arist.Xen.980a6. II omitted, overlooked, Th.1.97, Arr.An.1.12.2.
German (Pape)
[Seite 767] ές, mangelnd, fehlend; τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, eine partiale Sonnenfinsterniß, Thuc. 4, 52, wie D. Cass. 55, 22. Aber τοῦτο ἦν τὸ χωρίον ἐκλιπές, war ausgelassen, übersehen, Thuc. 1, 97.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλῐπής: -ές, (ἐκλείπω), ἐκλείπων, ἐλλιπής, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις Θουκ. 4. 52· μετὰ γεν., ἐλλιπὴς ἔν τινι, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 6. 10. ΙΙ. παραληφθείς, ἀμεληθείς, Θουκ. 1. 97.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui manque : τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο THC il se produisit une éclipse partielle de soleil;
2 abandonné.
Étymologie: ἐκλείπω.