λιπογνώμων: Difference between revisions
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπογνώμων''': -ον, ([[γνώμων]] III) [[κυρίως]] ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, [[Ἴστρος]] παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀμνός]], Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· [[καθόλου]], ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 184, Ἡσύχ. | |lstext='''λῐπογνώμων''': -ον, ([[γνώμων]] III) [[κυρίως]] ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, [[Ἴστρος]] παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀμνός]], Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· [[καθόλου]], ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 184, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>mieux que</i> [[λειπογνώμων]];<br />qui ne marque pas, <i>càd</i> qui a perdu ses dents et dont on ne peut connaître l’âge.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[γνώμη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
A v. λειπογνώμων.
German (Pape)
[Seite 51] ον, = λειπογνώμων, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπογνώμων: -ον, (γνώμων III) κυρίως ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, Ἴστρος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀμνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· καθόλου, ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, Πολυδ. Ζ΄, 184, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
mieux que λειπογνώμων;
qui ne marque pas, càd qui a perdu ses dents et dont on ne peut connaître l’âge.
Étymologie: λείπω, γνώμη.