ἀνέβραχε: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέβρᾰχε''': (ἴδε *[[βράχω]]) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ [[ἀνέβραχε]] [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ [[θύρετρα]]], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε [[μετὰ]] πατάγου (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[βρόξαι]] 7.
|lstext='''ἀνέβρᾰχε''': (ἴδε *[[βράχω]]) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ [[ἀνέβραχε]] [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ [[θύρετρα]]], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε [[μετὰ]] πατάγου (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[βρόξαι]] 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2</i>;<br />craquer, faire du bruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Βραχ faire du bruit.
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέβρᾰχε Medium diacritics: ἀνέβραχε Low diacritics: ανέβραχε Capitals: ΑΝΕΒΡΑΧΕ
Transliteration A: anébrache Transliteration B: anebrache Transliteration C: anevrache Beta Code: a)ne/braxe

English (LSJ)

(v. Βράχω), 3sg. aor. 2, with no pres., τὰ δ' ἀνέβραχε but it [the armour]

   A clashed or rang loudly, Il.19.13; τὰ δ' ἀνέβραχεν [the door] creaked or grated loudly, Od.21.48; of water, gushed roaring forth, A.R.1.1147.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέβρᾰχε: (ἴδε *βράχω) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ ἀνέβραχε [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ θύρετρα], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε μετὰ πατάγου (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. βρόξαι 7.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2;
craquer, faire du bruit.
Étymologie: ἀνά, R. Βραχ faire du bruit.