ἀποκοτταβίζω: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκοττᾰβίζω''': [[ἀπορρίπτω]], [[ἀποτινάσσω]] τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου εἰς τὴν γῆν ἢ εἰς χαλκῆν λεκάνην [[οὕτως]] [[ὥστε]] πῖπτον ν’ ἀποτελέσῃ ἦχον ὡς ἐποίουν ἐν τῇ παιδιᾷ τοῦ κοττάβου, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· λαβὼν τὸ [[ποτήριον]] ἐξέπιε, καὶ τὸ τελευταῖον ἀποκοτταβίσας τουτί φησιν Ἀλκιβιάδῃ τῷ καλῷ Στοβ. Ἀνθ. 5. 67 μεταφρασθὲν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος reliquum a poculo ejicere· πρβλ. [[κότταβος]] καὶ ἴδε Κωμ. Ἑλλ. (Meineke) 1. 200· «τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου ἐκχεῖν [[οὕτως]] [[ὥστε]] ψόφον ποιεῖν» Ἐτυμ. Μ. 2) μεταφ. παρὰ μεταγεν., ἐμῶ, ἐξεμῶ, Ἰατρ. (Matthaei) 294. | |lstext='''ἀποκοττᾰβίζω''': [[ἀπορρίπτω]], [[ἀποτινάσσω]] τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου εἰς τὴν γῆν ἢ εἰς χαλκῆν λεκάνην [[οὕτως]] [[ὥστε]] πῖπτον ν’ ἀποτελέσῃ ἦχον ὡς ἐποίουν ἐν τῇ παιδιᾷ τοῦ κοττάβου, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· λαβὼν τὸ [[ποτήριον]] ἐξέπιε, καὶ τὸ τελευταῖον ἀποκοτταβίσας τουτί φησιν Ἀλκιβιάδῃ τῷ καλῷ Στοβ. Ἀνθ. 5. 67 μεταφρασθὲν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος reliquum a poculo ejicere· πρβλ. [[κότταβος]] καὶ ἴδε Κωμ. Ἑλλ. (Meineke) 1. 200· «τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου ἐκχεῖν [[οὕτως]] [[ὥστε]] ψόφον ποιεῖν» Ἐτυμ. Μ. 2) μεταφ. παρὰ μεταγεν., ἐμῶ, ἐξεμῶ, Ἰατρ. (Matthaei) 294. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> jeter le fond d’une coupe à terre <i>ou</i> dans un vase, de manière à faire du bruit comme au jeu du cottabe;<br /><b>2</b> vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κοτταβίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
A dash out the last drops of wine, as in playing at the cottabus, X.HG2.3.56, cf. Ath.15.665e. 2 metaph., vomit, Herod. Med. ap. Orib.10.8.12.
German (Pape)
[Seite 308] die letzten Tropfen Weins aus dem Becher auf die Erde oder in ein ehernes Becken werfen, daß es klatscht, Xen. Hell. 2, 3, 56; vgl. Ath. XV, 655 e ff u. s. κότταβος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκοττᾰβίζω: ἀπορρίπτω, ἀποτινάσσω τὸ λειπόμενον πόμα τοῦ ποτηρίου εἰς τὴν γῆν ἢ εἰς χαλκῆν λεκάνην οὕτως ὥστε πῖπτον ν’ ἀποτελέσῃ ἦχον ὡς ἐποίουν ἐν τῇ παιδιᾷ τοῦ κοττάβου, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· λαβὼν τὸ ποτήριον ἐξέπιε, καὶ τὸ τελευταῖον ἀποκοτταβίσας τουτί φησιν Ἀλκιβιάδῃ τῷ καλῷ Στοβ. Ἀνθ. 5. 67 μεταφρασθὲν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος reliquum a poculo ejicere· πρβλ. κότταβος καὶ ἴδε Κωμ. Ἑλλ. (Meineke) 1. 200· «τὸ λειπόμενον πόμα τοῦ ποτηρίου ἐκχεῖν οὕτως ὥστε ψόφον ποιεῖν» Ἐτυμ. Μ. 2) μεταφ. παρὰ μεταγεν., ἐμῶ, ἐξεμῶ, Ἰατρ. (Matthaei) 294.
French (Bailly abrégé)
1 jeter le fond d’une coupe à terre ou dans un vase, de manière à faire du bruit comme au jeu du cottabe;
2 vomir.
Étymologie: ἀπό, κοτταβίζω.