κότταβος

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόττᾰβος Medium diacritics: κότταβος Low diacritics: κότταβος Capitals: ΚΟΤΤΑΒΟΣ
Transliteration A: kóttabos Transliteration B: kottabos Transliteration C: kottavos Beta Code: ko/ttabos

English (LSJ)

ὁ, Ion.and older Att. κόσσαβος (A.Fr.179.4 (pl.), E.Fr.631 (pl.)),
A the kottabos, cottabos, cottabus, a Sicilian game (Anacr.53, Critias 2.1 D.), of throwing heeltaps into a metal basin, described by Ath.15.665d sqq., Sch.Ar.Pax342, 1243, Poll.6.109, Suid. s.v. κοτταβίζειν: κ. is found in various senses,
1 the game itself, Anacr. l.c., Critias l.c., Pl.Com.69.4, etc.
2 the prize, = κοτταβεῖον 2, Eup.86, cf. Ath.15.667d.
3 the wine thrown, = λάταξ, E. l.c., Antiph.55.5.
4 the basin, = κοτταβεῖον 1, Cratin.116, Eup. l.c., Antiph.55.12. (κότταβος ἀσπίδων is prob. f.l. for κόναβος Anon.Rh.3.210S.)

Kottabos player; Red-figure Attic kylix; Louvre

German (Pape)

[Seite 1494] ὁ (κόπτω?), der Kottabus, ein Gesellschaftsspiel bei Trinkgelagen, welches aus Sicilien nach Griechenland gekommen war u. darin bestand, daß man die Neige Weines im Becher, aus dem man getrunken, tropfenweis od. mit einem Wurf in ein metallenes Gefäß schwenkte u. dabei an einen geliebten Gegenstand dachte, auch dessen Namen aussprach; aus dem Klange schloß der Liebende auf die Zuneigung des geliebten Gegenstandes; es kam dabei bes. darauf an, die Neige Weins so geschickt zu schleudern, daß kein Tropfen vorbeifiel, sondern das Ganze in das Becken fallend einen reinen, vollen Ton gab, vgl. Ath. XV, 666 c ff. u. XI, 479, wie Poll. 6, 110. Die Neige, welche geworfen wurde, hieß λάταξ u. λαταγή, zuweilen auch κότταβος selbst, das Becken κοτταβεῖον od. κοττάβιον u. λαταγεῖον. – Anders war der von Dicaearch. bei Ath. a. a. O. beschriebene κατακτὸς κότταβος, ein Spiel, für welches Preise ausgesetzt wurden. Ein Becken, mit Wasser gefüllt, hing in der Schwebe von der Decke herab; auf dem Wasser schwammen kleine Schalen, ὀξύβαφα, die man mit den geschwenkten Weintropfen zu treffen u. umzustürzen suchte; wer die meisten umstürzte, gewann den Preis, das κοττάβιον; so nach Poll. a. a. O. u. Schol. Ar. Ach. 524 Nubb. 1069. Nach Schol. Luc. Lex. 3 wurde auf der Spitze eines Pfahles ein Waagebalken angebracht, dessen Waagschalen, πλάστιγγας, man mit den Weintropfen treffen mußte, so daß sie gefüllt auf die unter ihnen stehende metallene Figur, ἀνδριαντάριον (vgl. auch μάνης), aufschlugen u. einen hellen Klang verursachten. Es kamen noch andere Abweichungen dabei vor; vgl. Jacobs über den Kottabos im Att. Mus. 3, 3 u, Vermischte Schriften VI p. 407 ff., wie Becker Charikles I p. 476 ff. – Es findet sich auch die Form κόσσαβος bemerkt.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cottabe, jeu consistant d'ord. à jeter le reste d'une coupe de vin dans un bassin de métal, en invoquant le nom de la personne aimée ; si le jet produisait un son vibrant, c'était signe d'un amour partagé.
Étymologie: κόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κότταβος -ου, ὁ kottabos (drinkspel waarbij restjes wijn naar een doelwit gegooid moesten worden); ook overdr.: οἱ γάρ σου θεοὶ κότταβος τοῖς εὖ φρονοῦσιν ἐγένοντο want jouw goden zijn een spelletje geworden voor verstandige mensen Luc. 82.17.

Russian (Dvoretsky)

κόττᾰβος: ион. и староатт. κόσσᾰβοςкоттаб (распространенная в Афинах игра сицилийского происхождения: остаток вина - λάταξ, λαταγή или κ. - выплескивался из кубка в металлический сосуд - κοτταβεῖον, κοττάβιον или λαταγεῖον, и одновременно произносилось имя любимой женщины; если λάταξ целиком попадал в λαταγεῖον и производил при этом чистый звук, это считалось признаком того, что влюбленный мог рассчитывать на взаимность) Luc.

English (Slater)

κόττᾰβος dregs of the wine cup used as a toast. ὄφρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγα- θωνίδᾳ βάλω κότταβον i. e. in honour of Agathonidas fr. 128. 3.

Greek Monolingual

κότταβος, ιων. και αρχ. αττ. τ. κόσσαβος, ὁ (Α)
1. παιχνίδι που έπαιζαν στα συμπόσια και κατά το οποίο ο κάθε παίκτης έριχνε με δύναμη σε μετάλλινη λεκάνη σταγόνες κρασιού ή νερού που είχαν απομείνει στο ποτήρι του, ενώ ταυτόχρονα έλεγε το όνομα προσφιλούς του προσώπου, και από τον παραγόμενο ήχο μάντευε τον βαθμό της αγάπης του προσώπου αυτού
2. παρεμφερές παιχνίδι, εξέλιξη του προηγουμένου, κατά το οποίο τοποθετούσαν πολλά μικρά άδεια αγγεία με τρόπο ώστε να επιπλέουν σε λεκάνη με υγρό και ο κάθε παίκτης έχυνε το κρασί του μέσα σ' αυτήν προσπαθώντας να ανατρέψει όσο το δυνατό περισσότερα αγγεία
3. παρόμοιο παιχνίδι, κατά το οποίο κάθε παίκτης έχυνε κρασί σε μία πλάστιγγα, η οποία ήταν κρεμασμένη πάνω από ένα μικρό άγαλμα που βρισκόταν μέσα σε νερό, και προσπαθούσε με αυτόν τον τρόπο να πλήξει η πλάστιγγα το κεφάλι του αγάλματος
4. το έπαθλο του παιχνιδιού
5. το κρασί που έχυναν κατά τη διάρκεια αυτού του παιχνιδιού
6. μετάλλινη λεκάνη που χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι του κοττάβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η αρχική σημ. της λ. είναι επίσης αβέβαιη, ίσως σήμαινε είδος δοχείου. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. κοττύς «κεφαλή», κόττος «κύβος» και κοτύλη «είδος ποτηριού». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cottabus.
ΠΑΡ. αρχ. κοττάβειον, κοτταβείον, κοτταβίζω, κοτταβικός, κοττάβινορ, κοττάβιον, κοτταβίς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. μεθυσοκότταβος, ψηλαφησικότταβος.

Greek Monotonic

κόττᾰβος: ὁ, ο κότταβος, Σικελικό παιχνίδι πολύ δημοφιλές, στην Αθήνα. Κάθε παίκτης έριχνε το κρασί αριστερά στο κύπελό του, έτσι ώστε να πέσει μέσα σε μια μεταλλική λεκάνη· αν έπεφτε ολόκληρο με ήχο κρυστάλλινο και καθαρό, αυτό ήταν καλό σημάδι. Αλλά το παιχνίδι παιζόταν με διαφόρους τρόπους. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

κόττᾰβος: ὁ, Ἰων. καὶ ἀρχ. Ἀττ. κόσσαβος (ὡς ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσ. 178 πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 632)· ― Σικελική τις παιδιὰ (Ἀνακρ. 52, Κριτίας 1. 1), λίαν συνήθης ἐν τοῖς συμποσίοις τῶν νέων ἐν Ἀθήναις. Ὁ ἁπλούστατος τρόπος τῆς παιδιᾶς ἦτο νὰ ῥίπτῃ ἕκαστος τῶν συμποτῶν τὸν οἶνον τὸν ἐναπολειφθέντα εἰς τὸ ποτήριόν του οὕτως ὥστε νὰ πλήττῃ ἠχηρῶς λεκάνην τινὰ ἐκ μετάλλου, ἐνῷ αὐτὸς ἐπεκαλεῖτο τὸ ὄνομα τῆς ἐρωμένης του, καὶ ἐὰν ὁ ὅλος οἶνος ἔπιπτε μετὰ διακεκριμένου καὶ καθαροῦ ἤχου εἰς τὴν λεκάνην, ἐσήμαινεν ὅτι εἶχε τὴν εὔνοιαν αὐτῆς, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 102. Ὁ οἶνος ὁ οὕτω ῥιπτόμενος ἐκαλεῖτο λάταγες ἢ λαταγὴ (ἴδε λάταξ). Ἡ πρᾶξις τοῦ ῥίπτειν (ἀποκοτταβίζειν) περιγράφεται ἐπιτυχῶς ὑπὸ τοῦ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1, ἔνθα ἴδε Meineke· πρβλ. ἀγκύλη, ἀγκύλητος. ― Ἡ παιδιὰ αὕτη ταχέως κατέστη πολύπλοκος καὶ ἐπαίζετο κατὰ διαφόρους τρόπους. Ἐνίοτε πολλὰ μικρὰ ποτήρια (ὀξύβαθα) ἐτίθεντο οὕτως ὥστε νὰ ἐπιπλέωσιν ἐν τῇ λεκάνῃ, καὶ ὅστις ῥίπτων τὸν οἶνον ἀνέτρεπε πλειότερα ἐξ αὐτῶν εἰς ὡρισμένον ἀριθμὸν βολῶν ἐλάμβανε τὸ βραβεῖον (κοττάβιον), Κρατῖν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διῒ κακουμένῳ» 1· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 9, Ἰουβενάλ. 3. 102· ἐνίοτεοἶνος ἐρρίπτετο ἐπὶ πλάστιγγος κρεμαμένης ὑπεράνω ἀγαλματίου (μάνης Ἀντιφ. ἔνθ’ ἀνωτ. γέρων Εὐρ. Ἀποσπ. 566) τεθειμένου ἐντὸς ὕδατος καὶ ἡ ἐπιτυχία τοῦ παιγνιδίου ἔκειτο εἰς τὸ νὰ κάμῃ ὁ ἀποκοτταβίζων τὴν πλάστιγγα νὰ πλήξῃ κατερχομένη τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀγάλματος. Περὶ τῶν ἀρχαιοτέρων περιγραφῶν τῆς παιδιᾶς ἴδε Ἀθήν. 666 κἑξ. (πρβλ. 479), Σχόλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 342, 1243, Πολυδ. Ϛ΄, 109, Σουΐδ. ἐν λέξ. κοτταβίζειν. Τὴν λέξιν κότταβος μετεχειρίζοντο, 1) ἐπὶ τῆς αὐτῆς παιδιᾶς, Ἀνακρ. 52, Κριτίας 1. 1, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 4, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ ἄθλου, = κοττάβιον, Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 20, πρβλ. Ἀθήν. 667D 3) ἐπὶ τοῦ ῥιπτομένου οἴνου, = λάταξ, Εὐρ. Ἀποσπ. 632, Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 5, πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. σ. 44. 7) ἐπὶ τῆς λεκάνης, = κοτταβεῖον. Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 6, Εὔπολ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a game coming from Sicily, whereby the player from a cup throws the rest of the wine against a target, to wit either against a slice which is in balance on a bar like a lighter, which falls (soc. κότταβος κατακτός) or against an empty saucer, which swims in a basin with water and sinks when hit (κ. ἐν λεκάνῃ or δι' ὀξυβάφων). However κότταβος indicated not only the game itself, but also several objects and movements used. (Anakr., Pi., trag., com., hell.)
Other forms: (ion. -σσ-)
Compounds: As 2. member in μεθυσο-κότταβος adj. drunken while playing k. (Ar. Ach. 525).
Derivatives: κοτταβίς f. cup with two handles, for throwing (hell.); κοτταβεῖον (-βιον) kottabos-basin, -stander (Dikaiarch., hell.), also winners prize at k. (Com.); κοτταβικη ῥάβδος k.-bar (hell.). Denomin. verb κοτταβίζω play k. (Ar., Antiph.), euphemism for vomit (Poll., EM), also with ἀπο-, κατα-, συν- (X., com.); from there κοττάβισις, (ἀπο-)κοτταβισμός (late).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As the original meaning of κότταβος is unknown, all etymologies are in the air. In form one compares: κοτ(τ)ίς head, back of the head, κόττειν τύπτειν H., κόττος κύβος etc. (s. vv.). - Studniczka BphW 14, 1299 and K. Schneider P.-W. 11: 2, 1529 understand provide with a head referring to the slice (πλάστιγξ) above on the kottabos-stander. But Mastrelli Boll. di Studi fil. e ling. sic. 5 (1957), Estr. 25ff. starts from κόττος κύβος, cube, older app. ἀστράγαλος, swivel; with κότταβος would be meant the curve of the hand when throwing the cup. The origin would lie in the western Mediterranean (cf. on κοττίς). - Lat. LW [loanword] cottabus slapping blow (Plaut.; cf. Friedmann Die jon. u. att. Wörter im Altlatein 46ff.). See κότταβος Mastrelli l. c., a. K. Schneider in P.-W. 11: 2, 1528ff. Cf. also on κοτύλη. The ττ/σσ points to a Pre-Greek word.

Middle Liddell

κόττᾰβος, ὁ,
the cottabus, a Sicilian game, much in vogue at Athens. Each person threw the wine left in his cup, so as to fall in a metal basin; if the whole fell with a clear sound, it was a good sign. But the game was played in various ways. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

κότταβος: {kóttabos}
Forms: (ion. -σσ-)
Grammar: m. (Anakr., Pi., Trag. u. Kom., hell. usw.)
Meaning: N. eines aus Sizilien stammenden Spiels, wobei der Spieler aus einem Becher den Weinrest gegen ein Ziel schleuderte, u. zw. entweder gegen eine auf der Spitze einer leuchterartigen Stange im Gleichgewicht ruhende, beim Treffen umfallende Scheibe (sog. κότταβος κατακτός) oder auch gegen leere Schälchen, die in einem mit Wasser gefüllten Becken schwammen und beim Treffen versanken (κ. ἐν λεκάνῃ od. δι’ ὀξυβάφων). Mit κότταβος wurde aber nicht nur, wohl auch nicht ursprünglich, das Spiel selbst, sondern auch verschiedene dabei gebrauchte Gegenstände oder dabei ausgeführte Bewegungen bezeichnet: die Neige des Weines oder der Wurf derselben, der κότταβος-Ständer, das κότταβος-Becken.
Composita: Als Hinterglied in μεθυσοκότταβος Adj. beim Kottabos berauscht (Ar. Ach. 525).
Derivative: Ableitungen: κοτταβίς f. zweihenkliges Trinkgefäß, zum Wurfe benutzt (hell.); κοτταβεῖον (-βιον) ‘Kottabos-Becken, -Ständer’ (Dikaiarch., hell.), auch Siegespreis beim Kottabos (Kom. u. a.); κοτταβικὴ ῥάβδος ‘Kottabos-Stange’ (hell.). Denominatives Verb κοτταβίζω ‘K. spielen’ (Ar., Antiph.), euphemism für sich erbrechen (Poll., EM), auch mit ἀπο-, κατα-, συν- (X., Kom. usw.); davon κοττάβισις, (ἀπο-)κοτταβισμός (spät).
Etymology: Da sich die genaue und ursprüngliche Bedeutung von κότταβος nicht mehr ermitteln läßt, schweben eigentlich alle Etymologien in der Luft. Der Form nach erinnern an κότταβος u. a. folgende Wörter: κοτ(τ)ίς Kopf, Hinterkopf, κόττειν· τύπτειν H., κόττοςκύβος’ (s. dd.). — An κοττίς anknüpfend wollen Studniczka BphW 14, 1299 und K. Schneider P.-W. 11: 2, 1529 κότταβος als mit einem Kopf versehen erklären mit Beziehung auf die Scheibe (πλάστιγξ) oben auf dem Kottabos-Ständer. Dagegen geht Mastrelli Boll. di Studi fil. e ling. sic. 5 (1957), Estr. 25ff. von κόττος κύβος, Würfel, älter angebl. ἀστράγαλος, Wirbel, Gelenk aus; mit κότταβος wäre ursprünglich die Krümmung des Handgelenks beim Wurfe des Bechers gemeint. Der Ursprung des Wortes wäre im westlichen Mittelmeerraum zu suchen (vgl. zu κοττίς, wo noch ein Erklärungsversuch). — Lat. LW cottabus klatschender Schlag (Plaut.; vgl. Friedmann Die jon. u. att. Wörter im Altlatein 46ff.). Näheres zu κότταβος Mastrelli a. a. O. mit reicher Lit., u. a. K. Schneider in P.-W. 11: 2, 1528ff. Vgl. auch κοτύλη.
Page 1,932

Wikipedia EN

Kottabos (Ancient Greek: κότταβος) was a game of skill played at Ancient Greek and Etruscan symposia (drinking parties), especially in the 6th and 5th centuries BC. It involved flinging wine-lees (sediment) at a target in the middle of the room. The winner would receive a prize (κοττάβιον or "kottabion"), comprising cakes, sweetmeats, or kisses.

Ancient writers, including Dionysius Chalcus, Alcaeus, Anacreon, Pindar, Bacchylides, Aeschylus, Sophocles, Euripides, Aristophanes, and Antiphanes, make frequent and familiar allusion to the practice; and it is depicted on contemporaneous red-figure vases. References to the practice by the writers of the Roman and Alexandrian periods show that the fashion had died out. In Latin literature it is almost entirely unknown.

Dexterity was required to succeed in the game, and unusual ability was rated as highly as corresponding excellence in throwing the javelin. Kottabos was customary, and, at least in Sicily, special circular buildings were established, so the players might easily be arranged around the target, and follow each other in rapid succession. Like all games in which the element of chance found a place, it was regarded as more or less ominous of the future success of the players, especially in matters of love – and the excitement was sometimes further augmented by some object of value being staked on the event. The stake in the game was often a servant[clarification needed] attending the symposium with the players.

Wikipedia EL

Ο κότταβος ήταν παιχνίδι επιδεξιότητας που έπαιζαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νυχτερινά συμπόσια για διασκέδαση και για να περνάει η ώρα. Η προέλευσή του τοποθετείται στη Σικελία. Σκοπός του παιχνιδιού αυτού ήταν να πετύχουν ένα στόχο. Σαν βολή χρησιμοποιούσαν κρασί που το εκσφενδόνιζαν με το στόμα ή το πετούσαν με το χέρι κρατώντας ένα ρηχό πιάτο. Στόχος ήταν η πλάστιγγα, μια πιατέλα που ήταν προσαρμοσμένη ψηλά σε ένα ραβδί, ή έπλεε σε μια λεκάνη με νερό.

Η πλάστιγγα έπρεπε να πέσει κάτω ή να βυθιστεί ή πέφτοντας να γίνει "καπέλο" σε ένα αγαλματάκι που ήταν στημένο από κάτω.

Ανάλογα με την περίπτωση το χρησιμοποιούσαν και ως μαντείο, ερμηνεύοντας την τροχιά του κρασιού ή της πλάστιγγας κατά την ελεύθερη πτώση.

Για ανταμοιβή έβαζαν την πλάστιγγα, ή διάφορα άλλα δώρα. Σημασία είχε όχι μόνο να πετύχουν το στόχο, αλλά και η καλαισθησία της κίνησης και της τροχιάς του βλήματος κατά το παιχνίδι. Το παιχνίδι ήταν τόσο δημοφιλές, που κάποιος ονόματι Αθηναίος λένε ότι είχε συγκεντρώσει πλούσια συλλογή βραβείων.

Σε ένα ποίημα ο Έρωτας και ο Υμέναιος παίζουν κότταβο, ενώ ο Γανυμήδης με ένα στεφάνι στα χέρια είναι διαιτητής. Ανταμοιβή είναι ένα αγαλματάκι της Ήβης σε έναν αργυρό δίσκο. Ο Υμέναιος έριξε πρώτος, αλλά δεν πέτυχε. Τότε ο Έρως με την σειρά του σημάδεψε, και πριν ρίξει, έκανε από μέσα του προσευχή στην μητέρα του.

Wikipedia ES

El cótabo (en griego κότταβος) era un juego de habilidad, practicado por los antiguos griegos en los simposios, que consistía en verter en un determinado lugar el residuo que quedaba en una copa tras beber de ella. La costumbre se originó en Sicilia y se extendió por Grecia y Etruria. Se practicó durante tres centurias, desde aproximadamente el 600 a. C. hasta el siglo III a. C.

Todo simposio comenzaba con las libaciones en honor de los dioses, Dioniso sobre todo: se bebía una pequeña cantidad de vino puro, y después se rociaban algunas gotas invocando el nombre de la divinidad. Durante la reunión, los bebedores, en vez de arrojar al suelo la libación se divertían tirando a un punto fijo el líquido que había quedado en el fondo de su copa. Es posible que al principio fuese una manera de brindar por la persona amada, cuyo nombre se pronunciaba al mismo tiempo.

Translations

ca: còtabos; de: Kottabos; el: κότταβος; grc: κότταβος, κόσσαβος; en: kottabos, cottabos, cottabus; es: cótabo; et: kottabos; fr: cottabe; it: kottabos; ko: 코타보스; nl: kottabos; no: kottabos; pl: kottabos; ru: коттаб; uk: коттаб