Αἴας: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Αἴᾱς''': αντος, ὁ, Λατ. Ajax, ἀρσ. κύρ. [[ὄνομα]] δύο ἡρώων, ὧν ὁ μείζων ἢ [[μέγας]] ἦν υἱὸς Τελαμῶνος καὶ ἐκαλεῖτο Τελαμώνιος ἢ Τελαμωνιάδης, ὁ δὲ μικρὸς υἱὸς τοῦ Ὀϊλέως καὶ ἐλέγετο ὁ τοῦ Ὀϊλῆος ἢ Ὀϊλιάδης, Ὅμ. - Ὀνομ. Αἶᾰς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀλκμᾶνι 68, αἰτ. Αἶαν, ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 179· κλητ. [[πανταχοῦ]] παρὰ Τραγ. [[Αἴας]]· μόνον ἐν Σοφοκλ. Αἴαντι 482 κατὰ Σουΐδ. ([[ὅστις]] ἀναφέρει τὸ [[χωρίον]]) [[εἶναι]] ἡ κλητ. Αἶαν, ἀλλ’ αἱ ἄρισται ἐκδ. ἔχουσιν [[Αἴας]], ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξει ὑπόβλητον· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ κλητ. [[εἶναι]] ἀείποτε Αἶαν· - πληθ. Αἴαντες, παροιμ. ἐπὶ σοβαρῶν τραγῳδιῶν, Ἀριστ. Ποιητ. 18. 6. (ὁ Σοφ. παράγει φαντασιωδῶς τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[αἰαῖ]], Αἴ. 430). | |lstext='''Αἴᾱς''': αντος, ὁ, Λατ. Ajax, ἀρσ. κύρ. [[ὄνομα]] δύο ἡρώων, ὧν ὁ μείζων ἢ [[μέγας]] ἦν υἱὸς Τελαμῶνος καὶ ἐκαλεῖτο Τελαμώνιος ἢ Τελαμωνιάδης, ὁ δὲ μικρὸς υἱὸς τοῦ Ὀϊλέως καὶ ἐλέγετο ὁ τοῦ Ὀϊλῆος ἢ Ὀϊλιάδης, Ὅμ. - Ὀνομ. Αἶᾰς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀλκμᾶνι 68, αἰτ. Αἶαν, ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 179· κλητ. [[πανταχοῦ]] παρὰ Τραγ. [[Αἴας]]· μόνον ἐν Σοφοκλ. Αἴαντι 482 κατὰ Σουΐδ. ([[ὅστις]] ἀναφέρει τὸ [[χωρίον]]) [[εἶναι]] ἡ κλητ. Αἶαν, ἀλλ’ αἱ ἄρισται ἐκδ. ἔχουσιν [[Αἴας]], ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξει ὑπόβλητον· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ κλητ. [[εἶναι]] ἀείποτε Αἶαν· - πληθ. Αἴαντες, παροιμ. ἐπὶ σοβαρῶν τραγῳδιῶν, Ἀριστ. Ποιητ. 18. 6. (ὁ Σοφ. παράγει φαντασιωδῶς τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[αἰαῖ]], Αἴ. 430). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=αντος (ὁ) :<br />Ajax, <i>nom de deux héros grecs</i>;<br /><b>1</b> Ajax, fils d’Oïlée;<br /><b>2</b> Ajax (le grand Ajax) fils de Télamon ; [[νῆσος]] Αἴαντος ESCHL l’île d’Ajax, <i>càd</i> Salamine.<br />'''Étymologie:''' DELG [[αἶα]] <b>1</b> <i>ou</i> pê <i>myc.</i> aiwa « bœuf ». | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
αντος, ὁ, Ajax, masc. pr. n., borne by two heroes, the Greater, son of Telamon, the Less, son of Oiïleus, Hom.:—nom.
A Αἶᾰς Alcm.68; voc. Αἶαν Pi.Fr.184, Aeol. Αἴαν Alc.48 A: pl. Αἴαντες, of tragedies named after Ajax, Arist.Po.1455b34. (S. derives it fancifully from αἰαῖ, Aj.430.)
Greek (Liddell-Scott)
Αἴᾱς: αντος, ὁ, Λατ. Ajax, ἀρσ. κύρ. ὄνομα δύο ἡρώων, ὧν ὁ μείζων ἢ μέγας ἦν υἱὸς Τελαμῶνος καὶ ἐκαλεῖτο Τελαμώνιος ἢ Τελαμωνιάδης, ὁ δὲ μικρὸς υἱὸς τοῦ Ὀϊλέως καὶ ἐλέγετο ὁ τοῦ Ὀϊλῆος ἢ Ὀϊλιάδης, Ὅμ. - Ὀνομ. Αἶᾰς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀλκμᾶνι 68, αἰτ. Αἶαν, ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 179· κλητ. πανταχοῦ παρὰ Τραγ. Αἴας· μόνον ἐν Σοφοκλ. Αἴαντι 482 κατὰ Σουΐδ. (ὅστις ἀναφέρει τὸ χωρίον) εἶναι ἡ κλητ. Αἶαν, ἀλλ’ αἱ ἄρισται ἐκδ. ἔχουσιν Αἴας, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξει ὑπόβλητον· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ κλητ. εἶναι ἀείποτε Αἶαν· - πληθ. Αἴαντες, παροιμ. ἐπὶ σοβαρῶν τραγῳδιῶν, Ἀριστ. Ποιητ. 18. 6. (ὁ Σοφ. παράγει φαντασιωδῶς τὴν λέξιν ἐκ τοῦ αἰαῖ, Αἴ. 430).
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ) :
Ajax, nom de deux héros grecs;
1 Ajax, fils d’Oïlée;
2 Ajax (le grand Ajax) fils de Télamon ; νῆσος Αἴαντος ESCHL l’île d’Ajax, càd Salamine.
Étymologie: DELG αἶα 1 ou pê myc. aiwa « bœuf ».