λῃστής: Difference between revisions
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῃστής''': -οῦ, ὁ, Ἰων. λῃιστής, Δωρ. λᾳστής· ([[ληίς]], [[ληίζομαι]])· = τῷ Ὁμηρικῷ ληιστὴρ (ἴδε [[λῃστήρ]]), [[λῃστής]], ὁ διαρπάζων, [[πειρατής]], Εὐρ. Ἄλκ. 766, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 23, ἀντίθετ. τῷ [[κλέπτης]], Πλάτ. Πολ. 351C· [[κυρίως]], λῃστὴς κατὰ θάλασσαν, [[μετέπειτα]] [[πειρατής]], Ἀνδοκ. 18. 7, κτλ.· λῃστοῦ βίον ζῆν Πλάτ. Γοργ. 507Ε· ληιστὴς κατεστήκεε τῶν Καρχηδονίων, ἤρξατο πειρατικῶν κατ’ αὐτῶν ἐπιδρομῶν, Ἡρόδ. 6. 17· - ὁ Θουκ. 1. 5 σημειοῦται ὅτι κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους οὐδεμία [[ἀτιμία]] ἀπεδίδετο εἰς τὸ [[ἔργον]] τοῦτο, πρβλ. 1. 8., 6. 4· οἱ λ. αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσιν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10. ΙΙ. μεταφορ., λ. ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος Σοφ. Ο. Τ. 535· Κύπριδος Λυκόφρ. 1143· λῃστὰ λογισμοῦ, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ἀνθ. Πλαν. 198. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 193 κἑξ. | |lstext='''λῃστής''': -οῦ, ὁ, Ἰων. λῃιστής, Δωρ. λᾳστής· ([[ληίς]], [[ληίζομαι]])· = τῷ Ὁμηρικῷ ληιστὴρ (ἴδε [[λῃστήρ]]), [[λῃστής]], ὁ διαρπάζων, [[πειρατής]], Εὐρ. Ἄλκ. 766, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 23, ἀντίθετ. τῷ [[κλέπτης]], Πλάτ. Πολ. 351C· [[κυρίως]], λῃστὴς κατὰ θάλασσαν, [[μετέπειτα]] [[πειρατής]], Ἀνδοκ. 18. 7, κτλ.· λῃστοῦ βίον ζῆν Πλάτ. Γοργ. 507Ε· ληιστὴς κατεστήκεε τῶν Καρχηδονίων, ἤρξατο πειρατικῶν κατ’ αὐτῶν ἐπιδρομῶν, Ἡρόδ. 6. 17· - ὁ Θουκ. 1. 5 σημειοῦται ὅτι κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους οὐδεμία [[ἀτιμία]] ἀπεδίδετο εἰς τὸ [[ἔργον]] τοῦτο, πρβλ. 1. 8., 6. 4· οἱ λ. αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσιν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10. ΙΙ. μεταφορ., λ. ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος Σοφ. Ο. Τ. 535· Κύπριδος Λυκόφρ. 1143· λῃστὰ λογισμοῦ, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ἀνθ. Πλαν. 198. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 193 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> voleur, brigand ; <i>fig.</i> [[λῃστής]] τυραννίδος SOPH usurpateur de la royauté;<br /><b>2</b> pirate.<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ληϊστής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Ion. ληϊστής, Dor. λᾳστής, (ληΐς, ληΐζομαι)
A robber, pirate, E.Alc.766, X. Cyr.2.4.23, etc.; opp. κλέπτης, Pl.R.351c; esp. by sea, buccaneer, later πειρατής, And.1.138, etc.; λῃστοῦ βίον ζῆν Pl.Grg.507e; ληϊστὴς κατεστήκεε Καρχηδονίων he began a course of piracies upon them, Hdt.6.17, cf. Th.1.5, 8, 6.4; οἱ λ. αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσιν Arist.Rh.1405a25; of irregular troops, IG12(2).526 (Eresos). II metaph., λ. ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος S.OT535; Κύπριδος Lyc. 1143; λῃστὰ λογισμοῦ, of love, APl.4.198 (Maec.).
Greek (Liddell-Scott)
λῃστής: -οῦ, ὁ, Ἰων. λῃιστής, Δωρ. λᾳστής· (ληίς, ληίζομαι)· = τῷ Ὁμηρικῷ ληιστὴρ (ἴδε λῃστήρ), λῃστής, ὁ διαρπάζων, πειρατής, Εὐρ. Ἄλκ. 766, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 23, ἀντίθετ. τῷ κλέπτης, Πλάτ. Πολ. 351C· κυρίως, λῃστὴς κατὰ θάλασσαν, μετέπειτα πειρατής, Ἀνδοκ. 18. 7, κτλ.· λῃστοῦ βίον ζῆν Πλάτ. Γοργ. 507Ε· ληιστὴς κατεστήκεε τῶν Καρχηδονίων, ἤρξατο πειρατικῶν κατ’ αὐτῶν ἐπιδρομῶν, Ἡρόδ. 6. 17· - ὁ Θουκ. 1. 5 σημειοῦται ὅτι κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους οὐδεμία ἀτιμία ἀπεδίδετο εἰς τὸ ἔργον τοῦτο, πρβλ. 1. 8., 6. 4· οἱ λ. αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσιν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10. ΙΙ. μεταφορ., λ. ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος Σοφ. Ο. Τ. 535· Κύπριδος Λυκόφρ. 1143· λῃστὰ λογισμοῦ, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ἀνθ. Πλαν. 198. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 193 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 voleur, brigand ; fig. λῃστής τυραννίδος SOPH usurpateur de la royauté;
2 pirate.
Étymologie: contr. p. ληϊστής.