ἀποσυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσῡρίζω''': [[συρίζω]] ἠχηρῶς μὴ ἔχων τι νὰ σκεφθῶ, ἢ [[ὅπως]] δείξω ἀδιαφορίαν, μάκρ’ ἀποσυρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 280: ― Παθ., [[ψιθυρίζω]] ἐν εἴδει συριγμοῦ, ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμέων τερπνά… [[μέλη]] ἀπεσυρίετο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5. ΙΙ. [[ἀποσυρίζω]] τινά, [[ἀπελαύνω]] αὐτὸν [[μετὰ]] συριγμῶν, ἀποσυριχθησόμεθα Εὐστ. Πονημάτ. 81. 90.
|lstext='''ἀποσῡρίζω''': [[συρίζω]] ἠχηρῶς μὴ ἔχων τι νὰ σκεφθῶ, ἢ [[ὅπως]] δείξω ἀδιαφορίαν, μάκρ’ ἀποσυρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 280: ― Παθ., [[ψιθυρίζω]] ἐν εἴδει συριγμοῦ, ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμέων τερπνά… [[μέλη]] ἀπεσυρίετο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5. ΙΙ. [[ἀποσυρίζω]] τινά, [[ἀπελαύνω]] αὐτὸν [[μετὰ]] συριγμῶν, ἀποσυριχθησόμεθα Εὐστ. Πονημάτ. 81. 90.
}}
{{bailly
|btext=siffler fortement ; <i>Pass.</i> être sifflé <i>en parl. d’un air</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[συρίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσῡρίζω Medium diacritics: ἀποσυρίζω Low diacritics: αποσυρίζω Capitals: ΑΠΟΣΥΡΙΖΩ
Transliteration A: aposyrízō Transliteration B: aposyrizō Transliteration C: aposyrizo Beta Code: a)posuri/zw

English (LSJ)

   A whistle aloud for want of thought, or to show indifference, μάκρ' ἀποσυρίζων h.Merc.280:—Pass., sound like whistling, Luc. VH2.5.

German (Pape)

[Seite 328] (συρίζω), auspfeifen, μάκρ' ἀποσ., laut pfeifen, H. h. Merc. 280; aber ἀπὸ τῶν κλάδων μέλη ἀπεσυρίζετο, sie ertönten säuselnd von den Aesten herab, Luc. V. Hist. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσῡρίζω: συρίζω ἠχηρῶς μὴ ἔχων τι νὰ σκεφθῶ, ἢ ὅπως δείξω ἀδιαφορίαν, μάκρ’ ἀποσυρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 280: ― Παθ., ψιθυρίζω ἐν εἴδει συριγμοῦ, ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμέων τερπνά… μέλη ἀπεσυρίετο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5. ΙΙ. ἀποσυρίζω τινά, ἀπελαύνω αὐτὸν μετὰ συριγμῶν, ἀποσυριχθησόμεθα Εὐστ. Πονημάτ. 81. 90.

French (Bailly abrégé)

siffler fortement ; Pass. être sifflé en parl. d’un air.
Étymologie: ἀπό, συρίζω.