ἀπειρόδακρυς: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπειρόδακρυς''': υ, ὁ [[ἄπειρος]] δακρύων, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν δακρύων· ἄλλοι [[ὅμως]] ἑρμηνεύουσιν: ὁ ἀπείρως δακρύων, ἀπειρόδακρύν τε καρδίαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 71. | |lstext='''ἀπειρόδακρυς''': υ, ὁ [[ἄπειρος]] δακρύων, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν δακρύων· ἄλλοι [[ὅμως]] ἑρμηνεύουσιν: ὁ ἀπείρως δακρύων, ἀπειρόδακρύν τε καρδίαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 71. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> υος;<br />aux larmes sans fin.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπειρος]]², [[δάκρυ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
υ,
A ignorant of tears, A.Supp.71.
German (Pape)
[Seite 285] καρδία, unermeßlich weinend, Aesch. Suppl. 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρόδακρυς: υ, ὁ ἄπειρος δακρύων, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν δακρύων· ἄλλοι ὅμως ἑρμηνεύουσιν: ὁ ἀπείρως δακρύων, ἀπειρόδακρύν τε καρδίαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 71.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
aux larmes sans fin.
Étymologie: ἄπειρος², δάκρυ.