ἀναρρύω: Difference between revisions
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναρρύω''': (ῥύω, [[ἐρύω]]), [[ἀνέλκω]] τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[ὅπως]] δυνηθῶ νὰ κόψω τὸν λαιμὸν [[αὐτοῦ]], ὡς τὸ Ὁμηρ. αὐερίω, [[σφάζω]], θύω, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 136. 2) μέσ., [[ἀνασύρω]], ἀπολυτρώνω, σῴζω, σοφίη ψυχὴν ἀναρρύεται παθῶν Δημόκρ. ἐν Ἱππ. Ἐπιστ. 1288. 51: - ἐπανορθῶ, ἀναρρύσασθαι τὴν προτέραν ἧτταν Διον. Ἁλ. 5. 46: - Παθ., ἀνερρύσθησαν Μαλαλ. σ. 461. | |lstext='''ἀναρρύω''': (ῥύω, [[ἐρύω]]), [[ἀνέλκω]] τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[ὅπως]] δυνηθῶ νὰ κόψω τὸν λαιμὸν [[αὐτοῦ]], ὡς τὸ Ὁμηρ. αὐερίω, [[σφάζω]], θύω, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 136. 2) μέσ., [[ἀνασύρω]], ἀπολυτρώνω, σῴζω, σοφίη ψυχὴν ἀναρρύεται παθῶν Δημόκρ. ἐν Ἱππ. Ἐπιστ. 1288. 51: - ἐπανορθῶ, ἀναρρύσασθαι τὴν προτέραν ἧτταν Διον. Ἁλ. 5. 46: - Παθ., ἀνερρύσθησαν Μαλαλ. σ. 461. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=tirer (la tête de la victime) en arrière (pour l’égorger) ; égorger, faire un sacrifice;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναρρύομαι retirer en arrière pour soi ; délivrer, affranchir : ψυχὴν [[ἀν]]. παθῶν HPC soustraire son âme aux passions ; [[ἀν]]. προτέραν ἧτταν DH réparer une première défaite.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], ῥύω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
(ῥύω, ἐρύω)
A draw the victim's head back so as to cut the throat, like Homer's αὐερύω: hence, sacrifice, Epich.139, Pi.O.13.81, Eup.395. 2 Med., aor. ἀνερρυσάμην, draw back, rescue, ψυχὴν ἀ. παθέων from... Hp.Ep.23; ἀ. πόλεις Iamb.VP7.33; ἀ. ἧτταν repair a defeat, D.H.5.46 codd.:—Pass., ἀνερρύσθησαν Just.Nov.115.3.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρρύω: (ῥύω, ἐρύω), ἀνέλκω τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸς τὰ ὀπίσω, ὅπως δυνηθῶ νὰ κόψω τὸν λαιμὸν αὐτοῦ, ὡς τὸ Ὁμηρ. αὐερίω, σφάζω, θύω, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 136. 2) μέσ., ἀνασύρω, ἀπολυτρώνω, σῴζω, σοφίη ψυχὴν ἀναρρύεται παθῶν Δημόκρ. ἐν Ἱππ. Ἐπιστ. 1288. 51: - ἐπανορθῶ, ἀναρρύσασθαι τὴν προτέραν ἧτταν Διον. Ἁλ. 5. 46: - Παθ., ἀνερρύσθησαν Μαλαλ. σ. 461.
French (Bailly abrégé)
tirer (la tête de la victime) en arrière (pour l’égorger) ; égorger, faire un sacrifice;
Moy. ἀναρρύομαι retirer en arrière pour soi ; délivrer, affranchir : ψυχὴν ἀν. παθῶν HPC soustraire son âme aux passions ; ἀν. προτέραν ἧτταν DH réparer une première défaite.
Étymologie: ἀνά, ῥύω.