εἴρη: Difference between revisions
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἴρη''': ἡ, ([[εἴρω]], [[λέγω]]) Ἰων. ἀρχαία [[λέξις]], ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὴν κοινὴν λέξιν ἀγορὰ ἢ [[ἐκκλησία]], [[τόπος]] συναθροίσεως, εἰράων [[προπάροιθε]] καθήμενοι Ἰλ. Σ. 531 (ἴδε Σχόλ. καὶ Μ. Ἐτυμολ. 483. 3)· ἐν Ἡσ. Θ. 804, ἐπιμίσγεται... εἰρέας ἀθανάτων, ἐξ ὀνομαστ. [[εἰρέα]]· ἀλλ’ ὁ Ruhnk. διώρθωσεν [[εἴραις]] ἔχων ὑπ’ ὄψει τὸν Ὅμηρον καὶ τοὺς κανόνας τῆς συντάξεως. | |lstext='''εἴρη''': ἡ, ([[εἴρω]], [[λέγω]]) Ἰων. ἀρχαία [[λέξις]], ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὴν κοινὴν λέξιν ἀγορὰ ἢ [[ἐκκλησία]], [[τόπος]] συναθροίσεως, εἰράων [[προπάροιθε]] καθήμενοι Ἰλ. Σ. 531 (ἴδε Σχόλ. καὶ Μ. Ἐτυμολ. 483. 3)· ἐν Ἡσ. Θ. 804, ἐπιμίσγεται... εἰρέας ἀθανάτων, ἐξ ὀνομαστ. [[εἰρέα]]· ἀλλ’ ὁ Ruhnk. διώρθωσεν [[εἴραις]] ἔχων ὑπ’ ὄψει τὸν Ὅμηρον καὶ τοὺς κανόνας τῆς συντάξεως. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><i>gén. pl. épq.</i> [[εἰράων]];<br />lieu d’assemblée ; assemblée.<br />'''Étymologie:''' [[εἴρω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ἡ, (εἴρω 'speak') old Ion.,
A = ἀγορά or ἐκκλησία, a place of assembly, εἰράων προπάροιθε καθήμενοι Il.18.531 (cf. Sch. ad loc. and EM483.3); ἐπιμίσγεται . . εἴρας ἐς ἀθανάτων Hes.Th.804 (Herm. for εἰρέας): expld. by Hsch. as = ἐρώτησις, φήμη, κληδών (also written ἰρά, ἱρά, by Gramm., cf. Apollon.Lex., EM475.12, Suid.).
εἴρη (B), ἡ,
A v. εἶρις: also, = ἶρις, rainbow, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
εἴρη: ἡ, (εἴρω, λέγω) Ἰων. ἀρχαία λέξις, ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὴν κοινὴν λέξιν ἀγορὰ ἢ ἐκκλησία, τόπος συναθροίσεως, εἰράων προπάροιθε καθήμενοι Ἰλ. Σ. 531 (ἴδε Σχόλ. καὶ Μ. Ἐτυμολ. 483. 3)· ἐν Ἡσ. Θ. 804, ἐπιμίσγεται... εἰρέας ἀθανάτων, ἐξ ὀνομαστ. εἰρέα· ἀλλ’ ὁ Ruhnk. διώρθωσεν εἴραις ἔχων ὑπ’ ὄψει τὸν Ὅμηρον καὶ τοὺς κανόνας τῆς συντάξεως.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
gén. pl. épq. εἰράων;
lieu d’assemblée ; assemblée.
Étymologie: εἴρω².