εἴρη
καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
English (LSJ)
(A), ἡ, (εἴρω 'speak') old Ion.,
A = ἀγορά or ἐκκλησία, a place of assembly, εἰράων προπάροιθε καθήμενοι Il.18.531 (cf. Sch. ad loc. and EM483.3); ἐπιμίσγεται… εἴρας ἐς ἀθανάτων Hes.Th.804 (Herm. for εἰρέας): expld. by Hsch. as = ἐρώτησις, φήμη, κληδών (also written ἰρά, ἱρά, by Gramm., cf. Apollon.Lex., EM475.12, Suid.).
(B), ἡ,
A v. εἶρις: also, = ἶρις, rainbow, Hsch.
Spanish (DGE)
v. εἴρα.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
gén. pl. épq. εἰράων;
lieu d'assemblée ; assemblée.
Étymologie: εἴρω².
Greek (Liddell-Scott)
εἴρη: ἡ, (εἴρω, λέγω) Ἰων. ἀρχαία λέξις, ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὴν κοινὴν λέξιν ἀγορὰ ἢ ἐκκλησία, τόπος συναθροίσεως, εἰράων προπάροιθε καθήμενοι Ἰλ. Σ. 531 (ἴδε Σχόλ. καὶ Μ. Ἐτυμολ. 483. 3)· ἐν Ἡσ. Θ. 804, ἐπιμίσγεται... εἰρέας ἀθανάτων, ἐξ ὀνομαστ. εἰρέα· ἀλλ’ ὁ Ruhnk. διώρθωσεν εἴραις ἔχων ὑπ’ ὄψει τὸν Ὅμηρον καὶ τοὺς κανόνας τῆς συντάξεως.
Greek Monolingual
εἴρη και εἰρέα, η (Α)
αγορά, εκκλησία, τόπος συνελεύσεως.
Greek Monotonic
εἴρη: ἡ (εἴρω Β), Ιων. αντί ἀγορά, χώρος συνέλευσης, συγκέντρωσης, Επικ. γεν. πληθ. εἰράων, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: taken as speaking-, convention-place, after H. = ἐρώτησις, φήμη, κληδών, after EM 483, 3 = ἐκκλησία and μαντεία.
Other forms: only εἰράων Σ 531 (verse beginning), also (id.) εἰρέας H. Th. 804 (conj. εἴραις, εἴρας)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Of old to ἐρῶ, εἴρηκα (εἴρω) say, but basis unclear; nom. *εἶρα < *Ϝέρ-ι̯α? - S. also εἰρήνη.
Middle Liddell
[ἐρῶ] [ionic for ἀγορά
a place of assembly, epic gen. pl. εἰράων Il.
Frisk Etymology German
εἴρη: {*eírē}
Forms: nur εἰράων Σ 531 (am Versanfang), außerdem (ebenso) εἰρέας H. Th. 804 (Konj. εἴραις, εἴρας)
Meaning: als ‘Sprech-, Versammlungsplatz’ erklärt, nach H. = ἐρώτησις, φήμη, κληδών, nach EM 483, 3 = ἐκκλησία und μαντεία.
Etymology: Seit alters zu ἐρῶ, εἴρηκα (εἴρω) sagen gezogen, aber Grundform unklar; Nom. *εἶρα aus *ϝέρι̯α? — S. auch εἰρήνη.
Page 1,466