εἰσγράφω: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσγράφω''': μέλλ. -ψω, [[ἐγγράφω]], [[καταγράφω]], τινὰ εἰς τοὺς φίλους Δίων Κ. 36. 36: Μέσ., ἐς τὰς σπονδὰς ἐσγράψασθαι, ἐγγραφῆναι εἰς τὰς σπονδάς, εἰς τὴν συμμαχίαν, Θουκ. 1. 31, [[ἔνθα]] ἴδε Πόππον: [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] [[καταγράφω]], μαντεῖα … εἰσεγραψάμην πρὸς τῆς πατρῴας... δρυὸς Σοφ. Τρ. 1167 (ὁ Ἐλμσλ. ἐξεγραψάμην, κατὰ τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 982). | |lstext='''εἰσγράφω''': μέλλ. -ψω, [[ἐγγράφω]], [[καταγράφω]], τινὰ εἰς τοὺς φίλους Δίων Κ. 36. 36: Μέσ., ἐς τὰς σπονδὰς ἐσγράψασθαι, ἐγγραφῆναι εἰς τὰς σπονδάς, εἰς τὴν συμμαχίαν, Θουκ. 1. 31, [[ἔνθα]] ἴδε Πόππον: [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] [[καταγράφω]], μαντεῖα … εἰσεγραψάμην πρὸς τῆς πατρῴας... δρυὸς Σοφ. Τρ. 1167 (ὁ Ἐλμσλ. ἐξεγραψάμην, κατὰ τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 982). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐσγράφω]];<br />inscrire sur;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσγράφομαι;<br /><b>1</b> inscrire pour soi;<br /><b>2</b> se faire inscrire parmi <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[γράφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 741] einschreiben; τινὰ εἰς τοὺς φίλους καὶ συμμάχους, ihn unter die Freunde u. Bundesgenossen aufnehmen, D. Cass. 36, 36; εἰς στήλας 37, 9. – Med., sich Etwas ein-, aufschreiben; μαντεῖα Soph. Tr. 1157; sich einschreiben lassen, ἑαυτοὺς εἰς τὰς Ἀθηναίων σπονδάς Thuc. 1, 31, ließen sich in das Bündniß aufnehmen.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσγράφω: μέλλ. -ψω, ἐγγράφω, καταγράφω, τινὰ εἰς τοὺς φίλους Δίων Κ. 36. 36: Μέσ., ἐς τὰς σπονδὰς ἐσγράψασθαι, ἐγγραφῆναι εἰς τὰς σπονδάς, εἰς τὴν συμμαχίαν, Θουκ. 1. 31, ἔνθα ἴδε Πόππον: ὡσαύτως ἁπλῶς καταγράφω, μαντεῖα … εἰσεγραψάμην πρὸς τῆς πατρῴας... δρυὸς Σοφ. Τρ. 1167 (ὁ Ἐλμσλ. ἐξεγραψάμην, κατὰ τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 982).
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐσγράφω;
inscrire sur;
Moy. εἰσγράφομαι;
1 inscrire pour soi;
2 se faire inscrire parmi ou dans.
Étymologie: εἰς, γράφω.