ἐξαμελέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰμελέω''': παραμελῶ ἐντελῶς, τῶν ἐωυτοῦ ἐξημεληκότα Ἡρόδ. 1. 97· ἀπολ., δεικνύω ἀμέλειαν, ἀδιαφορίαν, ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν (ὁ [[νομοθέτης]]) Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 6. - Παθ., ἀπροσώπ., ἐν δὲ ταῖς πλείσταις τῶν [[πόλεων]] ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων, παρημελήθησαν τὰ τοιαῦτα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπ., ἐξαμελουμένων τῶν παίδων, παραμελουμένων, [[αὐτόθι]] 14, Πλουτ. Κάμιλλ. 18.
|lstext='''ἐξᾰμελέω''': παραμελῶ ἐντελῶς, τῶν ἐωυτοῦ ἐξημεληκότα Ἡρόδ. 1. 97· ἀπολ., δεικνύω ἀμέλειαν, ἀδιαφορίαν, ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν (ὁ [[νομοθέτης]]) Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 6. - Παθ., ἀπροσώπ., ἐν δὲ ταῖς πλείσταις τῶν [[πόλεων]] ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων, παρημελήθησαν τὰ τοιαῦτα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπ., ἐξαμελουμένων τῶν παίδων, παραμελουμένων, [[αὐτόθι]] 14, Πλουτ. Κάμιλλ. 18.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>pf.</i> ἐξημέληκα;<br />négliger complètement : τινος qch ; • <i>impers.</i> ἐξημέληται περὶ [[τῶν]] τοιούτων ARSTT on n’a pris aucun soin de ces sortes de choses.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀμελέω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰμελέω Medium diacritics: ἐξαμελέω Low diacritics: εξαμελέω Capitals: ΕΞΑΜΕΛΕΩ
Transliteration A: exameléō Transliteration B: exameleō Transliteration C: eksameleo Beta Code: e)camele/w

English (LSJ)

   A to be utterly careless of, τινός Hdt.1.97: abs., show no care, be negligent, ἐπὶ τῶν γυναικῶν Arist.Pol.1269b22:—Pass.impers., ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων no care is taken .., Id.EN1180a27; ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Plu.Cam.18; ἐξαμελουμένων [τῶν παίδων] being uncared for, Arist.EN1180a30; -ούμενον ἅπαν χεῖρον γίγνεται Thphr.HP3.2.2.

German (Pape)

[Seite 867] ganz vernachlässigen, τῶν ἑωυτοῦ Her. 1, 97; Sp.; absol., Plut. Art. 22; pass., ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Cam. 18; aber Arist. Eth. 10, 9 ἐν ταῖς πόλεσιν ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων = man bekümmert sich nicht darum.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰμελέω: παραμελῶ ἐντελῶς, τῶν ἐωυτοῦ ἐξημεληκότα Ἡρόδ. 1. 97· ἀπολ., δεικνύω ἀμέλειαν, ἀδιαφορίαν, ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν (ὁ νομοθέτης) Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 6. - Παθ., ἀπροσώπ., ἐν δὲ ταῖς πλείσταις τῶν πόλεων ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων, παρημελήθησαν τὰ τοιαῦτα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπ., ἐξαμελουμένων τῶν παίδων, παραμελουμένων, αὐτόθι 14, Πλουτ. Κάμιλλ. 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pf. ἐξημέληκα;
négliger complètement : τινος qch ; • impers. ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων ARSTT on n’a pris aucun soin de ces sortes de choses.
Étymologie: ἐξ, ἀμελέω.