ἐξαμελέω

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰμελέω Medium diacritics: ἐξαμελέω Low diacritics: εξαμελέω Capitals: ΕΞΑΜΕΛΕΩ
Transliteration A: exameléō Transliteration B: exameleō Transliteration C: eksameleo Beta Code: e)camele/w

English (LSJ)

to be utterly careless of, τινός Hdt.1.97: abs., show no care, be negligent, ἐπὶ τῶν γυναικῶν Arist.Pol.1269b22:—Pass.impers., ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων no care is taken.., Id.EN1180a27; ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Plu.Cam.18; ἐξαμελουμένων [τῶν παίδων] being uncared for, Arist.EN1180a30; -ούμενον ἅπαν χεῖρον γίγνεται Thphr. HP 3.2.2.

Spanish (DGE)

despreocuparse de, descuidar por completo c. gen. o giro prep. οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν τῶν ἑωυτοῦ ἐξημεληκότα ... δικάζειν Hdt.1.97, τῶν ὄνων SB 9150.22 (I d.C.), ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν Arist.Pol.1269b22
en v. pas. ser objeto de negligencia o despreocupación, estar descuidado o abandonado ἐξαμελούμενον γὰρ ἅπαν ... ἀπαγριοῦται todo lo que se tiene descuidado se asilvestra Thphr.HP 3.2.2, cf. Arist.EN 1180a30, ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Plu.Cam.18, τὴν γένναν αὐτοῦ ... ἐξάμεληθεῖσαν Aristid.Or.46.14, αὐτό (τὸ πλοῖον) PLond.1932.5 (III a.C.)
impers. ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων no se ha tenido cuidado de tales cosas Arist.EN 1180a27.

German (Pape)

[Seite 867] ganz vernachlässigen, τῶν ἑωυτοῦ Her. 1, 97; Sp.; absol., Plut. Art. 22; pass., ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Cam. 18; aber Arist. Eth. 10, 9 ἐν ταῖς πόλεσιν ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων = man bekümmert sich nicht darum.

French (Bailly abrégé)

ἐξαμελῶ :
pf. ἐξημέληκα;
négliger complètement : τινος qch ; • impers. ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων ARSTT on n'a pris aucun soin de ces sortes de choses.
Étymologie: ἐξ, ἀμελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰμελέω: оставлять без внимания, не заботиться, пренебрегать (τινός Her. и ἐπί τινος Arst.); med. impers. ἐξημέληται περὶ τούτων Arst. на это не обращается никакого внимания; pass. быть в пренебрежении, быть заброшенным Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰμελέω: παραμελῶ ἐντελῶς, τῶν ἐωυτοῦ ἐξημεληκότα Ἡρόδ. 1. 97· ἀπολ., δεικνύω ἀμέλειαν, ἀδιαφορίαν, ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν (ὁ νομοθέτης) Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 6. - Παθ., ἀπροσώπ., ἐν δὲ ταῖς πλείσταις τῶν πόλεων ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων, παρημελήθησαν τὰ τοιαῦτα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπ., ἐξαμελουμένων τῶν παίδων, παραμελουμένων, αὐτόθι 14, Πλουτ. Κάμιλλ. 18.

Greek Monotonic

ἐξᾰμελέω: παραμελώ κάτι εντελώς, με γεν., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to be utterly careless of a thing, c. gen., Hdt.