Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνουσιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνουσιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς συναναστροφήν, [[κοινωνικός]], Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, [[ἀφροδισιακός]], Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) [[λάγνος]], [[ἀσελγής]], Φίλων 2. 22, κτλ.
|lstext='''συνουσιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς συναναστροφήν, [[κοινωνικός]], Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, [[ἀφροδισιακός]], Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) [[λάγνος]], [[ἀσελγής]], Φίλων 2. 22, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui sait vivre en société, sociable;<br /><b>2</b> aphrodisiaque;<br /><b>3</b> libertin.<br />'''Étymologie:''' [[συνουσιάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνουσιαστικός Medium diacritics: συνουσιαστικός Low diacritics: συνουσιαστικός Capitals: ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synousiastikós Transliteration B: synousiastikos Transliteration C: synousiastikos Beta Code: sunousiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sociable, ξυμποτικὸς καὶ ξ. Ar.V.1209.    2 capable of holding intercourse with, ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός Corp.Herm.12.19.    II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177.    2 lewd, salacious, Ph.2.22 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

συνουσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφήν, κοινωνικός, Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἀφροδισιακός, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) λάγνος, ἀσελγής, Φίλων 2. 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sait vivre en société, sociable;
2 aphrodisiaque;
3 libertin.
Étymologie: συνουσιάζω.